Η Tερέζα είναι πενήντα χρόνων, ζει στην Αυστρία κι έχει μια κόρη που μπαίνει στην εφηβεία. Αποφασίζει να πάει ένα ταξίδι στις παραδεισένιες ακτές της Κένυας. Εκεί αναδεικνύεται σε Sugar Mama, το παρατσούκλι που αποδίδεται στις μεγαλούτσικες Ευρωπαίες που αναζητούν την παρέα νεαρών Αφρικανών με αντάλλαγμα χρήματα και δώρα.

 

Η Tερέζα θα γευτεί τις χάρες διάφορων ντόπιων νεαρών, γνωστών ως beach boys, για να καταλήξει στο απογοητευτικό συμπέρασμα ότι στις ειδυλλιακές παραλίες της Κένυας δεν υπάρχει χώρος για αληθινά ειδύλλια.

 

Ο Ούλριχ Ζάιντλ αναρωτιέται σκωπτικά πού βρίσκεται ο Παράδεισος, ταξιδεύοντας στις ονειρεμένες ακτές της Κένυας, εκεί όπου οι νέοι άνδρες που παρεπιδημούν στις παραλίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, πουλώντας έρωτες σε σιτεμένες κυρίες.

 

Η Τερέζα τσιμπάει στο παραμύθι, ενώ συνειδητοποιεί την ψευδαίσθηση την ίδια ώρα που η επιθυμία της την παρακινεί να υποκύψει.

 

Το point είναι προφανές και το έχουμε ξαναδεί με μεγαλύτερη εμβάθυνση και αφηγηματικότητα από τον Λοράν Καντέ στο Vers le Sud με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ.

 

Ο Αυστριακός Ζάιντλ έχει βέβαια το χάρισμα πυκνών εικαστικών συνθέσεων και δύο από αυτές, του γυμνού άντρα που παρατηρεί η Τερέζα και των beach boys που στέκονται σαν εξόριστοι στο χώρο τους κάτω από το προστατευτικό σκοινί στη θάλασσα, είναι δύο εξαιρετικά δυνατές εικόνες που μεταφέρουν πολύ περισσότερα νοήματα από όσα η ταινία στο σύνολό της πασχίζει να συγκεντρώσει.