Από τον ταιριαστά διφορούμενο τίτλο της ταινίας μέχρι τη συγκινητική αποφώνηση του Θανάση Νιάρχου, η δυσβάσταχτη ζωή της Κατερίνας Γώγου αποτυπώνεται διεξοδικά, μοναδικά στα χέρια του Αντώνη Μποσκοΐτη που, μετά τη Φλέρυ και το Κύτταρο, εξελίσσεται σε πολύτιμο βιογράφο των αυθεντικά ροκ, συνεπώς αγέραστων προσωπικοτήτων του πρόσφατου παρελθόντος στην Ελλάδα. Στα δικά μου εφηβικά μάτια η Γώγου υπήρξε το οξύμωρο της κακομαθημένης κόρης/ελαφρόμυαλης υπηρέτριας/ανέμελης συμμαθήτριας στον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο και της σκυφτής, θλιμμένης γυναίκας που περπατούσε αμίλητη στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας - μια πρώην κουκλίτσα που κουβαλούσε όλο το βάρος του κόσμου. Ανάμεσα στις δύο εικόνες, οι αποκαλυπτικές ερμηνείες της στο Βαρύ Πεπόνι και στην Παραγγελιά, και φυσικά οι ποιητικές της συλλογές, που με τον ζόφο, την ορμή και τη βίαιη αμεσότητά τους έπιασαν, κάπου στα τέλη των ’70s και στα επόμενα χρόνια, το κλίμα της αργοπορημένης νεανικής, αστικής αμφισβήτησης. Κι έπειτα η βουτιά στο κενό, η αυτοκτονία, η αυτοακύρωση με τους όρους που έθεσαν η μελαγχολία και η κόρη της. Άνθρωποι που τη γνώριζαν καλά, συνεργάτες και φίλοι, μιλούν για τις μικρές στιγμές που μοιράστηκαν, την καταγωγή της οργής της, την ανάγκη της να μιλήσει τόσο άγρια και καταγγελτικά για τη θέση της γυναίκας. Μερικά επιχειρήματα είναι αντικρουόμενα, όπως η άποψή της για τις ταινίες που έκανε ή η αντίθεση του Νάνου Βαλαωρίτη και της Λένας Πλάτωνος για το πόσο απαισιόδοξη είναι η ποίησή της σε σύγκριση με του Καρυωτάκη. Υπάρχει κάτι ανατριχιαστικό στην πορεία της Γώγου (γι’ αυτό και έχει γίνει θρύλος με διάρκεια στις επόμενες από εκείνην γενιές), μια μόνιμη υποψία πως η ζωή της θα μπορούσε να έχει πάρει μια άλλη, θετικότερη τροπή, και το ευάλωτο, νόστιμο κορίτσι να είχε τιθασεύσει τους δαίμονές του, από τη στιγμή που κατάφερε να τους τυπώσει και να βρει αναγνώστες που να συμπάσχουν και να την αποδέχονται. Ωστόσο, το μαύρο δεν έχει τελειωμό...
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0