«Ποντίκι είσαι εσύ ή ηθοποιός;», ταρακούνησε την Μπάρμπαρα Στάνγκουικ ο Μπίλι Γουάιλντερ, εγκαλώντας τα καλλιτεχνικά αντανακλαστικά της, όταν η μεγάλη ηθοποιός φοβήθηκε μήπως ο ρόλος της κακιάς Φίλις Ντίτρικσον χαλάσει το προφίλ των τραγικών ηρωίδων που τόσα χρόνια φιλοτεχνούσε με πολλή δουλειά και σταθερή επιτυχία στο Χόλιγουντ. Η «Στάνι» ήταν η πρώτη επιλογή του πεισματάρη Αυστριακού, και αμέσως συνήλθε και έπαιξε μια γυναίκα που έμελλε να στερεωθεί με άνεση στο πάνθεο των femmes fatales, ενδεχομένως στην κορυφή. Και μπορεί συχνά τα περιοδικά και τα sites να επαναφέρουν τον όρο για να ξορκίσουν με μια δόση αιχμής και κινδύνου τις μελιστάλαχτες ηθοποιούς που ολοένα ξεπετάγονται (πρόσφατα συζητούν εκτεταμένα τη Ναόμι Άκι, δεν νομίζω ωστόσο…), αλλά μόνο η Καθλίν Τέρνερ κατάφερε να πλησιάσει αυτό το ψυχρό και δολοφονικό στάτους που εκτροχιάζει το διακύβευμα της δραματικής πλοκής και μπερδεύει τους αναμενόμενους κώδικες της θηλυκότητας.
Από την άλλη, ο χαρακτήρας του ασφαλιστή Γουόλτερ Νεφ πέρασε από πολλά ανδρικά μάτια – Τζέιμς Κάγκνεϊ, Σπένσερ Τρέισι, Γκρέγκορι Πεκ, αλλά κανείς δεν διέκρινε το ζουμί, προφανώς θεωρώντας πως ένα θύμα του έρωτα, των περιστάσεων και της απληστίας του δεν συνιστά macho κατάσταση με εμπορικό αντίκρισμα ή βραβεία στον ορίζοντα. Ο άχαρος κλήρος έπεσε στον Φρεντ Μακμάρεϊ, που το μόνο του κοινό με τη Στάνγουικ ήταν πως αμφότεροι βρίσκονταν στην κορυφή των πιο ακριβοπληρωμένων ηθοποιών της τότε πρωτεύουσας του παγκόσμιου σινεμά. Ο ευχάριστος Μακμάρεϊ έκανε καριέρα σε κομεντί, παίζοντας τον καλόβολο κύριο με το ολόγιομο χαμόγελο και την περίσσεια αισιοδοξία, κι έτσι συνέχισε, καταφεύγοντας στη ζαχαρένια αγκαλιά της Disney στη δεκαετία του '60. Εδώ ρίσκαρε και αρίστευσε, πετυχαίνοντας να ορίσει το job description του εν λόγω ασφαλιστή σε ένα κράμα δικαστή, χειρουργού, λογιστή, στατιστικολόγου, αστυνομικού, λαγωνικού, συμβούλου – καθόλου απλό, απατηλά εύκολο, πανέξυπνα αποπροσανατολιστικό. Και με αυτό το φωτεινό, ανέμελο πρόσωπο, έπειθε πως δεν θα διανοούνταν ποτέ να διαπράξει ένα τόσο σκοτεινό έγκλημα – ή, τουλάχιστον, θα πάσχιζε να εξηγήσει τις καλά κρυμμένες προθέσεις του.
Όπως και στη «Λεωφόρο της Δύσης» έξι χρόνια αργότερα, το έργο ξεκινά με έναν θανάσιμα τραυματισμένο άνδρα, αν και όχι ακόμη νεκρό, που θα υπαγορεύσει τα συμβάντα από τη δική του οπτική, έχοντας καρφώσει ανεξίτηλα στο μυαλό του θεατή τη μοιραία έκβαση. Και ίσως να είναι αυτή, η πρώτη και κρίσιμη σκηνή, το σοκ του αδύναμου πρωταγωνιστή, που διέλυσε το δίλημμα του φινάλε. Ο Μπίλι Γουάιλντερ είχε γυρίσει ένα εντελώς διαφορετικό τέλος, έχοντας μάλιστα ξοδέψει 150 χιλιάδες δολάρια, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος. Ωστόσο, ορθώς αποφάσισε πως η ταινία αφορούσε βασικά τον Νεφ και τον μέντορά του, και έκρινε πως εκεί, στο γραφείο όπου συζητήθηκαν τα σπουδαία και σχεδιάστηκαν τα φριχτά, στον δικό τους μικρόκοσμο, όφειλε να πέσει η αυλαία, τιμωρώντας έτσι, εντελώς κινηματογραφικά, την αρνητική επίδραση της γυναίκας που υποκίνησε τη μεταστροφή.
Αν πρέπει οπωσδήποτε να τσεκάρετε ενδελεχώς αποκλειστικά ένα φιλμ νουάρ της χρυσής περιόδου του Χόλιγουντ, η «Διπλή Ταυτότητα» είναι μονόδρομος. Η «Κολασμένη Αγάπη», όπως είχε χαρακτηριστικά πρωτοπαιχτεί στην Ελλάδα, διαθέτει μια ασταμάτητα και αδάμαστα τραχιά, ευφάνταστη και αυτοκρατορικά εκτελεσμένη υπόθεση, με ήρωες δύο αμαρτωλούς συμφεροντολόγους που μιλάνε όπως επιτάσσει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και φέρονται όπως επιθυμεί ο Μπίλι Γουάιλντερ (συνέγραψαν το σενάριο, διασκευάζοντας Τζέιμς Κέιν), σε ένα έγκλημα που επιβάλλει τιμωρία με τον σκληρότερο δυνατό τρόπο. Η Μπάρμπαρα Στάνγουικ είναι τρομερή και τρομακτική, η αρχετυπική μοιραία γυναίκα, που αποδεικνύει πως δεν χρειάζεται να είσαι κλασικά όμορφη για να παίξεις την ελκυστική-fatale. Και ο Έντουαρντ Ρόμπινσον, στερεοτυπικά κακός μέχρι τούδε, πέρασε κι αυτός σε μια άλλη ζώνη, πιο στοχαστικών και σάρκινων χαρακτήρων, προοικονομώντας το υπέροχο κύκνειο άσμα του στο «Soylent Green», πολλά χρόνια αργότερα.
Αθάνατη ταινία, παράδειγμα ενός είδους που ανακάλυψαν οι θεωρητικοί μετά τον πόλεμο, αλλά οι Αμερικανοί και οι εμιγκρέδες του Χόλιγουντ ασκούσαν κατ' επανάληψη σαν να γύριζαν με στυλ και επαγγελματισμό γκανγκστερικό δράμα σε μετεξέλιξη. Στην απονομή των Όσκαρ του 1945, η ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία, ανάμεσα στα οποία για καλύτερη ταινία, τη σκηνοθεσία και το σενάριο του Γουάιλντερ και την ερμηνεία της Στάνγγουϊκ. Ωστόσο, καταμεσίς του πολέμου, ο άνεμος έπνεε προς την κατεύθυνση της ελπίδας και του ανεβασμένου ηθικού, και το «Going My Way» θριάμβευσε, με τον Λίο Μακέρεϊ να κατακτά τρία αγαλματίδια. Εκνευρισμένος, ο Γουάιλντερ λέγεται πως έβαλε τρικλοποδιά στον συνάδελφό του ενώ εκείνος ανέβαινε στο πόντιουμ και μετά, στην αποδρομή της τελετής, αναφώνησε «τι στο διάολο σημαίνουν τα βραβεία της Ακαδημίας, η Λουίζε Ράινερ έχει πάρει δυο από δαύτα, ποια, η Λουίζε Ράινερ!» – αδιαφορώντας αν κακολογεί μια συμπατριώτισσά του. Η φοβέρα πάντως έπιασε, καθώς την αμέσως επόμενη χρονιά κέρδισε τα πρώτα δύο από τα εφτά συνολικά Όσκαρ του, για το ήσσονος καλλιτεχνικής σημασίας «Χαμένο Σαββατοκύριακο».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0