Με τις δύο προηγούμενες ταινίες του, το Monsters Inc. και το Up, ο Πιτ Ντόκτερ απέδειξε πως διαθέτει τη ζαλιστική δυνατότητα να υφαίνει υπερβατικές φαντασμαγορίες, ανυψώνοντας απλές παιδικές ιστορίες σε ψυχεδελικούς κόσμους. Τα Μυαλά που Κουβαλάς είναι η κορωνίδα του ταλέντου του, ένα απολαυστικό καρτούν, η επιστροφή της Pixar στη φόρμα της πρώιμης περιόδου της, και ταυτόχρονα ένα πλούσιο φιλμικό δώρο σε μικρούς και μεγάλους, που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολεία και σχολές Τέχνης. Εξιστορεί τη ζωή της μικρής Ράιλι, από τη μετακόμισή της από τη μικρή πόλη στο Σαν Φρανσίσκο, με αφηγήτρια τη Χαρά, το προεξάρχον συναίσθημα, λόγω της τρυφερής ηλικίας της.

 

Η πλοκή μοιράζεται ανάμεσα στην πραγματική δράση και το κέντρο ελέγχου των αισθημάτων της μικρής, όπου ο Φόβος, ο Θυμός, η Αηδία και η Θλίψη αντιπαλεύουν τη μονίμως αισιόδοξη Χαρά, η οποία προσπαθεί να κρατήσει ψηλά το πεσμένο ηθικό της Ράιλι, λόγω της δυσκολίας της προσαρμογής και της παράλληλης άφιξης της συγχυτικής εφηβείας. Η εντυπωσιακή υποστήριξη του ρόλου της Θλίψης λειτουργεί ως θαυμαστή προσθήκη στο εκνευριστικά ρόδινο σύμπαν των καρτούν – μια αναπάντεχη απενοχοποίηση ενός ζωτικού και υπαρκτού παράγοντα, που εξοστρακίζεται ως αποδιοπομπαίος τράγος ενός ροζ βασιλείου που δεν δέχεται ενοχλητικές παρεμβολές, απλοϊκά στιγματίζοντάς τες περίπου ως ψυχικές ασθένειες.

 

Η Χαρά, όπως αναπτύσσεται ερμηνευτικά από την Έιμι Πόλερ, επιθυμεί διακαώς να μας παρουσιάσει τη Ράιλι ως ένα ανέφελο κορίτσι, ένα ιδεατό πλάσμα αμερικανικού κιτς, βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα της πολιτικά ορθής στάνταρ κανονικότητας, σαν να ήταν το πνευματικό παιδί μιας διαφημιστικής εταιρείας. Ο Ντόκτερ αντικρούει το αξίωμα, καλλιεργώντας με επιχειρήματα την ισχύουσα ευκολία. Κυρίως πιστεύει πως η ευτυχία δεν εξισώνεται με τη Χαρά, την οποία, παρ' όλο που τοποθετεί στην κεφαλή μιας μεγάλης περιπέτειας, τη φορτώνει με το όχι και τόσο κολακευτικό φορτίο της άρνησης να δει την αλήθεια, σαν τη μάνα που μονίμως επιλέγει να εντοπίζει και να παραδέχεται τα πραγματικά ψεγάδια του παιδιού της, κάνοντάς του τελικά περισσότερο κακό απ' ό,τι φαίνεται.

 

Καλλιτεχνικά, η ταινία είναι ένας θρίαμβος εφάμιλλος του Ψάχνοντας τον Νέμο, των Απίθανων και των καλύτερων νεο-κινούμενων σχεδίων της ψηφιακής εποχής, ξεκινώντας με τα θεμέλια μιας παιδικής ιστορίας, περνώντας από ένα αφηρημένο παζλ από κινηματογραφικούς «νευρώνες» (ένα τεράστιο αρχιτεκτόνημα-λούνα παρκ που μοιάζει να μην έχει τελειωμό) και καταλήγοντας σε μια ολόθερμη συνέργεια πολλών συντελεστών, τεχνικά, σεναριακά και σε επίπεδο χαρακτήρων. Έχω ξαναγράψει πως πολλές φορές μια σκηνή από animation της Pixar μπορεί να ξεπεράσει σε πρωτοτυπία, ταλέντο και χιούμορ δέκα ταινίες μαζί, κι εδώ μόνο τα πλακατζίδικα διάσπαρτα έξτρα των τίτλων τέλους αξίζουν όσο τίποτε, ειδικά αυτό με τη γάτα που τρελαίνει τον εγκέφαλο του κέντρου ελέγχου του σιναφιού της! Μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αναμφισβήτητα.