Ένας δικηγόρος, στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου αποστέλλεται από την CIA σε μια σχεδόν αδύνατη αποστολή για τη διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης ενός κρατούμενου Αμερικανού πιλότου.

 

Πρόκειται για την ιστορία του Τζέιμς Ντόνοβαν (Χανκς), ενός δικηγόρου από το Μπρούκλιν, που βρίσκεται στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου όταν η CIA τον στέλνει σε μια σχεδόν αδύνατη αποστολή για τη διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης ενός κρατούμενου Αμερικανού πιλότου.

 

Ήρθε επιτέλους η ώρα να ανακαλύψει ο κόσμος τον θησαυρό της υποκριτικής που λέγεται Μαρκ Ράιλανς. Όπως πέρσι με τον Τζ.Κ. Σίμονς και τον στροβιλιστικό καθηγητή μουσικής που υποδύθηκε στο Whiplash, ο σπουδαίος Βρετανός ηθοποιός αποκαλύπτεται μαγνητικά στη Γέφυρα των Κατασκόπων, έστω και χωρίς τη σαρωτική φούρια του Σίμονς: ο Ρούντολφ Έιμπελ που ενσαρκώνει είναι ένα τέρας για την Αμερική του Ψυχρού Πολέμου (ένας σοβιετικός κατάσκοπος στην καρδιά της Νέας Υόρκης), αλλά και ένα τέρας ψυχραιμίας και στωικότητας, αντιδρώντας στην απότομη διακοπή της παράνομης δράσης του με σοφή ευγένεια, αντιστρόφως ανάλογη προς την υστερία της εποχής. Η πρώτη σκηνή της νέας ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ενός κατασκοπικού δράματος εποχής με σαφή αναφορά στο σήμερα, ξεκινάει μεγαλειωδώς, μέσα στον συμβολισμό και τη σιωπή: Ο Έιμπελ ολοκληρώνει ένα πορτρέτο του εαυτού του στον καμβά, την ίδια στιγμή που κοιτάζεται σε έναν καθρέφτη, σε μια σεκάνς γεμάτη αυτοπεποίθηση, υποβλητική και δηλωτική του μοναχικού καθήκοντος ενός ανθρώπου με πολλαπλές ταυτότητες. Οι τρεις εκδοχές του είναι αυτές που ξεδιπλώνονται στη συνέχεια. Ο ήσυχος και λιγομίλητος άνδρας ζωγραφίζει από χόμπι, μιλάει με αυθεντική αγγλική προφορά, αλλά κατάγεται από τη Σοβιετική Ένωση, για την οποία δουλεύει, μεταφέροντας απόρρητα μυστικά, ενώ ζει κάτω από τη μύτη του κόσμου, αθόρυβα και ασήμαντα στην καθημερινότητά του, στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του '50.

 

Τη στιγμή που τον συλλαμβάνουν, έπειτα από παρατεταμένη, αν και όχι τόσο αποτελεσματική παρακολούθηση, βεβαιωνόμαστε πως όντως είναι κατάσκοπος, γιατί φροντίζει να εξαφανίσει έντεχνα ένα χαρτάκι με κωδικούς και αργότερα κόβει στα δύο, με την ακρίβεια χειρουργού, ένα νόμισμα για να βρει ένα άλλο προδοτικό «ραβασάκι». Με συνοπτικές διαδικασίες η κυβέρνηση αναθέτει στον αρμόδιο δικηγορικό σύλλογο να επιλέξει τον συνήγορο υπεράσπισης και ο κλήρος για την άχαρη διεκπεραίωση πέφτει στον Τζέιμς Ντόνοβαν που παλιότερα συμμετείχε ενεργά στη δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά πλέον ειδικεύεται στις ασφαλιστικές υποθέσεις – σε μια αρχική, επίσης εκπληκτική σκηνή, διαπιστώνουμε την ικανότητα του Ντόνοβαν, μέσα από την all american πλαστικότητα του Τομ Χανκς, να πείθει με επιχειρήματα έναν υποψήφιο πελάτη πως αν ένα ασφαλιστικό γραφείο υποχρεωθεί να αποζημιώσει ξεχωριστά οποιοδήποτε αντικείμενο καταστραφεί μέσα σε ένα σπίτι που υπέστη ολοκληρωτική ζημιά, και όχι μόνο το σπίτι, όσο κι αν κοστίσει, τότε θα καταρρεύσει το σύστημα (αυτό το κρατάτε για τις προθέσεις, τον τρόπο και την τελική λύση που προτείνει ο Ντόνοβαν). Ο δικηγόρος με την τέλεια ζωή και την υποδειγματική οικογένεια νιώθει έντονα και πανταχόθεν την πίεση να υπερασπιστεί μηχανικά τον Έιμπελ και να μην επενδύσει περισσότερο απ' ό,τι προσιδιάζει σε έναν εχθρό του έθνους. Ο δικηγόρος, ωστόσο, βλέπει στο πρόσωπο του κατασκόπου τη σύνθεση ενός τρίπτυχου, σε αντιστοιχία με το τριπλό είδωλο της έναρξης: έναν στρατιώτη που υπηρετεί σωστά τον κρυφό πόλεμο για λογαριασμό της πατρίδας του, έναν διακριτικό, λακωνικό άνδρα, με οικογένεια και ρίζες και μια αληθινή ραχοκοκαλιά, και μια μεγάλη ευκαιρία όχι μόνο για την καριέρα του (η φιλοδοξία του δείχνει κινητήρια από την αρχή), αλλά και για την Αμερική, αν εφαρμόσει το Σύνταγμα, που χαϊδευτικά ονοματίζει το «βιβλίο των κανονισμών», και κυρίως αν καταδικάσει τον εμφανώς και αποδεδειγμένα ένοχο Έιμπελ σε φυλάκιση αντί εις θάνατον, γιατί... ποτέ δεν ξέρεις...

 

Το δεύτερο, ενταγμένο φυσικά σε μια υποδειγματική ροή, επεισόδιο της Γέφυρας των Κατασκόπων ξεκινάει με τη σύλληψη του Αμερικανού πιλότου και όψιμου κατασκόπου Γκάρι Πάουερς από τους Σοβιετικούς στο έδαφός τους και κορυφώνεται με την ανταλλαγή στην περίφημη γέφυρα Γκλίνικε που ένωνε το Πότσνταμ με το Δυτικό Βερολίνο. Στο μεταξύ, ο Ντόνοβαν, που έπεισε το δικαστήριο, ρισκάροντας τη φήμη και τη σωματική του ακεραιότητα, καθώς δέχτηκε επιθέσεις και εκφοβισμό, πως το «ποτέ δεν ξέρεις» δεν είναι απλώς νομικίστικο κόλπο αλλά σημαντικό εργαλείο στα χέρια όσων βλέπουν μπροστά και δεν αποζητούν τη γρήγορη εκδίκηση, χρησιμοποιεί τον λαομίσητο Έιμπελ, που τελικά έφαγε μόλις 30 χρόνια κάθειρξη, καθώς και την τυχαία περίπτωση ενός Αμερικανού φοιτητή που συνελήφθη από τη λάθος πλευρά του Τείχους από τους Ανατολικογερμανούς, χωρίς να φταίει ουσιαστικά, για να ανεβάσει τον πήχη του παζαριού, αλλά και το δραματικό σασπένς, σε έναν δύσκολο, χωρίς προηγούμενο διάλογο κάτω από το τραπέζι μεταξύ διπλωματικών υπηρεσιών. Ο ειδικός στα ασφαλιστικά διαπραγματεύεται και ο Σπίλμπεργκ κάνει πάρτι με το σεναριακό σχήμα που προκύπτει: έχει στα χέρια του τον συνεχιστή της παράδοσης του Τζέιμς Στιούαρτ, έναν Τομ Χανκς που ξέρει πότε πρέπει να απλοποιήσει τον υπερφίαλο λιμπεραλισμό του σκηνοθέτη του και να πικράνει με ξερή έκφραση την υπερδοσολογία της εγγενούς σπιλμπεργκικής ζαχαρίνης, σε ένα σκηνικό που μοιάζει με το λατρεμένο τέκνο της πολιτικής φαντασίας του Αμερικανού σκηνοθέτη και του παιγνιώδους κυνισμού του βρετανότατου μαέστρου Άλφρεντ Χίτσκοκ. Σαν να προσπάθησε ο Σπίλμπεργκ να διορθώσει το αποτυχημένο Σχισμένο Παραπέτασμα (Torn Curtain, 1966) του Χίτσκοκ, να βελτιώσει την πλοκή, να βρει προθυμότερους πρωταγωνιστές από την Τζούλι Άντριους και, κυρίως, τον Πολ Νιούμαν, που σ' εκείνο το φιλμ φαινόταν να βαριέται όσο κι ο Μάρλον Μπράντο στην, για χάρη του μεγάλου Τσάπλιν, αγγαρεία της Κόμισσας του Χονγκ Κονγκ, και να δώσει μια αξέχαστη, κινηματογραφική λύση που να μας βοηθήσει μια και καλή να σβήσουμε από τη μνήμη τις φτηνές Λευκές Νύχτες με τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και τον Γκρέγκορι Χάινς.

 

Με τη Γέφυρα των Κατασκόπων τα κατάφερε στον συνδυασμό θεάματος και ουσίας. Με την καρδιά του πάντα κολλημένη στο ευαγγέλιο της ψυχαγωγίας και το μυαλό του σταθερά προσανατολισμένο σε μια συστοιχία των βασικών αρχών της «Καλής Αμερικής», που θα είναι κοινωνικά σωστή αν παραμείνει συνταγματικά ορθή, με τα διδάγματα που οφείλει να αντλήσει από το παρελθόν, όπως κατά βάθος έκανε και με το Λίνκολν, συνέθεσε μια σαρωτική κατασκοπική ψυχαγωγία που σε πολλά σημεία κινείται οριακά, αλλά ποτέ δεν ντεραπάρει. Και πέρα από το φιλμ, του χρωστάμε την αποκάλυψη του Ράιλανς, που πολύ θα ήθελα να τον δω να σηκώνει το Όσκαρ δεύτερου ρόλου, μαζί με τα βραβεία που προηγούνται, μόνο και μόνο για να δω αν θα επιλέξει να απαγγείλει, όπως έχει ήδη κάνει σε δύο από τις τρεις βραβεύσεις του στα Τόνι, κάποιο από τα πολλά προζάτα, πρακτικής χρήσης, ιδιοφυή ποιήματα του Λούις Τζένκινς.