Το δεύτερο γουέστερν του Κουέντιν Ταραντίνο. Στο σενάριο της ταινίας μια ομάδα ανθρώπων από επικηρυγμένους και φυγάδες βρίσκει καταφύγιο κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας.Στη στάση τους καταλαβαίνουν ότι δεν θα είναι τόσο εύκολο να φτάσουν στον προορισμό τους.

 

Κρις Μάνιξ (αντάρτης από τον Νότο που υποστηρίζει πως έχει χρισθεί νέος σερίφης σε μια κωμόπολη): «Οι λευκοί είναι ασφαλέστεροι όταν οι μαύροι φοβούνται». Μαρκίς Γουόρεν (πρώην ταγματάρχης με τον στρατό των Βορείων και νυν κυνηγός κεφαλών): «Οι μαύροι είναι ασφαλέστεροι όταν οι λευκοί είναι αφοπλισμένοι». Απηχώντας με αυτόν το διάλογο ανάμεσα σε δύο πολιτικά αντίθετους συνταξιδιώτες, χαρακτήρες από τους «Μισητούς Οκτώ», την πολύ πρόσφατη φυλετική/ρατσιστική κρίση που ξέσπασε ανάμεσα στην αστυνομία του Σικάγο και την κοινότητα των Αφροαμερικανών, με εθνικές προεκτάσεις, και που ενέπλεξε τον Κουέντιν Ταραντίνο σε διασταυρούμενα λεκτικά πυρά, όταν εκείνος πήρε θέση εναντίον της βίας και της συγκάλυψής της από τους υψηλούς κύκλους, ο Αμερικανός δημιουργός συνδέει την επικαιρότητα με τα πρώτα χρόνια μετά τον Εμφύλιο του 19ου αιώνα, συνθέτοντας ένα κινηματογραφικό σύμπαν που παραπέμπει στο δικό του «Reservoir Dogs», με μια ισχυρή δόση μυστηρίου αλά Άγκαθα Κρίστι, κυρίως σε έναν και μοναδικό κλειστό χώρο, με φόντο και συμπεριφορικό οδηγό το γουέστερν, και οκτώ, συν ένας ακόμη, συν κάποιοι συμπληρωματικοί πρωταγωνιστές που αυτοκαταστρέφονται σταδιακά και θεαματικά σε μια αλληγορική και κυριολεκτική παρτίδα άγριου σκακιού. Και, απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Ταραντίνο, ένας κανονικός αρχαιολόγος του κινηματογραφικού παρελθόντος, αδιάφορος προς οτιδήποτε φανταστικά μελλοντικό, σχολιάζει τόσο άμεσα το παρόν, σε μια χαλαρή προσαρμογή του στο κλασικό σπαγκέτι «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», παραλείποντας τον καλό, σε μια ιστορία όπου η ηθική είτε απουσιάζει εντελώς είτε μετατοπίζεται άναρχα, και ο κυνισμός περισσεύει επειδή η κοινωνία έχει διαλυθεί από τον πόλεμο και κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν.

 

Το θέμα του, χωρίς να είναι το μόνο στην ταινία, είναι τα ψέματα που εκστομίζονται ακατάπαυστα και κακόβουλα σε ένα απειλητικό και «διπρόσωπο» περιβάλλον διάχυτης καχυποψίας και αμφιβολίας. Ο βασικός ήρωας είναι ο μαύρος ταγματάρχης Μαρκίς που κάνει οτοστόπ σε διερχόμενη άμαξα και τον περιμαζεύει, αφού τον ελέγχει, ο κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ (Κερτ Ράσελ), ο οποίος τον αναγνωρίζει. Ο Ρουθ συνοδεύει την Ντέιζι Ντόμεργκιου (Τζένιφερ Τζέισον Λι), μια γυναίκα που έχει διαπράξει φόνο, και θα επιβλέψει τον απαγχονισμό της, για να εισπράξει τα λύτρα μετά τον θάνατό της. Της φέρεται σαν σκυλί − και εκείνη δεν πάει πίσω, αφού συμπεριφέρεται προσβλητικά και απερίσκεπτα, σαν να μην υπολογίζει τις συνέπειες, σωστό αγρίμι, σάκος του μποξ, νεκρή άμα τη εμφανίσει, μονίμως αλυσοδεμένη με τον μελλοντικό της δήμιο. Στον δρόμο σταματάνε και, μετά τη σχετική ανάκριση, επιβιβάζουν κι άλλον έναν ταξιδιώτη, τον Κρις Μάνιξ, ο οποίος ισχυρίζεται πως είναι ο νέος σερίφης του Red Rock, της μικρής πόλης όπου θα γίνει η εκτέλεση. Στην άμαξα, με τον χιονιά να μαίνεται έξω, οι συζητήσεις ανεβαίνουν σε ένταση και οι διάλογοι φορτίζονται, όπως αυτός που αναγράφεται στην εισαγωγή, δίνοντας τον τόνο για μια συγκρατημένη λογομαχία που θα εξελιχθεί σε μονομαχία που σιγοβράζει και εκρήγνυται από τη στιγμή που θα φτάσουν στην καμπίνα της Μίνι στα βουνά, τον αναγκαστικό σταθμό πριν από το Red Rock, εκεί όπου θα εξελιχθεί το μεγαλύτερο μέρος της δράσης.

 

Εκεί, οι 4 θα συναντήσουν άλλους 4, που συστήνονται και μπερδεύουν τους νεοεισελθόντες. Είναι αυτοί που ισχυρίζονται; Ποιοι από αυτούς λένε την αλήθεια; Ο Ταραντίνο βάζει τον παράγοντα του μυστηρίου στο μείγμα, παρεμβαίνοντας και ο ίδιος σε μια παιγνιώδη επισήμανση με δικό του voice over, και ο θρυλικός Ένιο Μορικόνε τον βοηθάει σημαντικά, υπογράφοντας ένα καταπληκτικό, άξιο βραβείων μουσικό σκορ, που μπορεί θεωρητικά να είναι το πρώτο του γουέστερν εδώ και 30 χρόνια, αλλά (άλλο ένα από τα πολλά ψέματα που αποκαλύπτονται σιγά-σιγά) λειτουργεί ως μουσική για θρίλερ που ανάβει και σβήνει ανάλογα με τον διακόπτη του σκηνοθέτη DJ, αντί να νοσταλγήσει μια ξεχασμένη americana. Χρησιμοποιώντας αυθεντικά παλιούς φακούς Panavision (με τους οποίους είχε γυριστεί το «Ένας τρελός, τρελός κόσμος» και το «Χαρτούμ») και ευρύτατο φορμάτ 70 mm, ο Ταραντίνο δεν χαραμίζει πλάνα εντυπωσιακής αποτύπωσης του φυσικού τοπίου αλλά ορθώς προτιμά να εστιάσει στα πρόσωπα μέσα στην καμπίνα της Μίνι, μοιράζοντας την προσοχή του θεατή στη δράση του προσκηνίου και στην τοποθέτηση των υπολοίπων στο βάθος, με ελαφρές κινήσεις και χειρονομίες που μεγεθύνονται και διακρίνονται, σε δεύτερο χρόνο, λόγω της έκτασης του οπτικού πεδίου. Οι πλέον ωφελημένοι από την ψηλάφηση των προσώπων είναι η Τζένιφερ Τζέισον Λι, η οποία αντιδρά στα χτυπήματα, όποτε δεν βρυχάται σαν εκδικητικό πλάσμα, και ο Σάμιουελ Τζάκσον (τι βλέμμα!) στον καλύτερό του ρόλο στις πολλές συμμετοχές του στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, ως πυξίδα του στόρι και εξερευνητής της ταυτότητας των «καθαρμάτων», με μονόλογους που θυμίζουν τον Χίκι από το «Ο παγοπώλη έρχεται» του Ευγένιου Ο'Νιλ, σαν τον επισκέπτη που έζησε τη δική του κόλαση και, αντίθετα από τον παθητικό, επονείδιστο νέγρο που υποδύθηκε φιλότιμα στον «Τζάνγκο», εδώ έχει την ευκαιρία να οργιστεί πραγματικά και να εξολοθρεύσει τους εχθρούς και υπαίτιους για τα δεινά της φυλής του. Ηθική άγκυρα στην ταινία δεν υπάρχει, αφού το μίσος είναι οδηγός, ακόμη και στους λιγότερο ένοχους της παρέας. Τα φαινόμενα συνεχώς απατούν και ο Ταραντίνο, με τον τρόπο του, δηλώνει πως ένας τόσο διχαστικός πόλεμος δεν μπορεί παρά να αφήσει τα σημάδια του άσβεστου μίσους και της αιματηρής βίας σε όσους επέζησαν. Πέρα από τα ψέματα, τα δόλια πλάνα, τα παραπλανητικά λόγια και τις αβάσιμες υποσχέσεις που εκστομίζονται κατά τη διάρκεια ενός deal που προσωρινά αλλάζει χέρια και αφεντικά, οι προθέσεις των πρωταγωνιστών μπαίνουν στο μικροσκόπιο και αποκαλύπτονται στην πραγματική τους διάσταση σε ένα έργο που έχει πολλά στοιχεία θεατρικής παράστασης, ποτισμένης με το νομοτελειακό, σπλάτερ χιούμορ του δημιουργού της. Κι ενώ τα χνάρια της Ιστορίας και η πεσιμιστική ματιά στη μικρογραφία της διαλυμένης Αμερικής αποτελούν τη βάση των «Μισητών Οκτώ», το φιλμ δεν προχωράει τον καλπάζοντα διάλογο του Ταραντίνο με την ανατροπή των γεγονότων και των προκαταλήψεων, όπως ρεβιζιονιστικά και απολαυστικά δοκίμασε και πέτυχε απόλυτα στο «Άδωξη Μπάσταρδη» και τον «Τζάνγκο», αλλά μοιάζει με μια, δεξιοτεχνική ομολογουμένως, επίσκεψη σε γνωστά νερά, εμφανώς εγκλωβισμένη στα παλιά τρικ.