Χαρισματικός και επηρμένος, ο νεότατος σκηνοθέτης Ξαβιέ Ντολάν ξεχειλώνει θανάσιμα την τρίτη του ταινία (πολύ μεγάλου) μήκους, μια παράφορη ιστορία αγάπης, χρίζοντάς την επική για χάρη της ασυμμάζευτης τάσης του για οπτική επιδειξιομανία και αφηγηματική επανάληψη. Τα καλά στοιχεία είναι πολλά: η ανάλυση του κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος ξεκινάει με απωθημένη τάση για παρενδυσία (cross dressing) και ξεδιπλώνει σταδιακά μια βαθιά απέχθεια για οτιδήποτε ανδρικό κουβαλάει στην εμφάνισή του, είναι μια ενδελεχής παραλλαγή ομοφυλοφιλικών στοιχείων και των παρεξηγήσεων γύρω από αυτά μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων, της ελεύθερης έκφρασης, των ταμπού και εν τέλει της διαφορετικής περίπτωσης που αποτελεί ο καθένας μας, ανεξάρτητα από τα κλισέ που επισύρουν τα φαινόμενα. Διότι η σταθερά της ταινίας είναι η πωρωμένη, εκρηκτική, αξεδιάλυτη και μαγική σχέση πάθους και πόνου του trans σε πολλά θέματα Λόρενς με την αθεράπευτα ερωτευμένη, πληγωμένη, διχασμένη μέσα στα αισθήματά της Φρεντ (καταπληκτική η Κλεμάν στον ρόλο της). Ωστόσο, με υπερβολές στη video pop σκηνοθεσία (η χαρακτηριστική αργή κίνηση, συχνότατα μονταζιακά διαλείμματα με τραγούδια) και η άνιση διεύθυνση των ηθοποιών που προδίδει άγουρο δημιουργό, το Λόρενς για πάντα επιβεβαιώνει πως η τέχνη του σινεμά, συνεπώς και η σοφία των δημιουργών, είναι η άσκηση οικονομίας, δηλαδή να πετάς πρώτα αυτά τα εδάφια που αγαπάς περισσότερο, όπως έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Εκτός αν είσαι ο Αλμοδόβαρ ή ο Ταραντίνο, που σώζονται πάντα στο τσακ, ό,τι κι αν κάνουν.