Ο Γιάννης Οικονομίδης επιτέλους παραδέχεται την κωμωδία που υπαινισσόταν στο φιλμικό του σύμπαν και την προσφέρει γενναιόδωρα χωρίς να εκχωρεί την αφομοιωμένη γραφή, τη σταθερή προβληματική και τη συνολική αισθητική του.

 

Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς είναι το Pulp Fiction του, το γουέστερν των καραγκιόζηδων, το θρίλερ των ψευτοπαλικαράδων, υπαρξιακή φάρσα και γκανγκστερικό ρομάντζο ταυτόχρονα, μια ακόμα ιδιοσυγκρασιακή ακτινογραφία της ιλαροτραγικής παθογένειας της αήττητης ελληνικής νοοτροπίας. Η σκηνογραφία της κορυφαίας Ιουλίας Σταυρίδου είναι αξιοθαύμαστη: η ταινία μοιάζει να εκτυλίσσεται ένθεν και ένθεν της εθνικής οδού, ανάμεσα σε επαρχιακά σπίτια (Λαμία;), αγροκτήματα, σκυλάδικα, κωλόμπαρα και καφετέριες, σε μια τοπογραφία που συνεχώς εναλλάσσει την οικεία ρευστότητα της ελληνικής περιφέρειας με την ακινησία που εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο.

 

Το κορεσμένο φως της μέρας διαδέχεται η ιδρωμένη νύχτα και τις μεγάλες διαλογικές σεκάνς εκρήξεις απωθημένης οργής, με τον Οικονομίδη να πυροβολεί σε καίρια σημεία. Η ψύχραιμη τζαζ του Γάλλου συνθέτη των ταινιών του Μισέλ Γκοντρί, Ζαν Μισέλ Μπερνάρ, διακόπτεται από τελειωμένα λαϊκά. Μανάδες, σκύλες και αδάμαστες, ντοπάρουν τους κανακάρηδές τους με δόλια σχέδια εξόντωσης των αντιπάλων και στοργικά ταπεράκια με μαγειρευτό καύσιμο. Μπράβοι και δούλοι υπηρετούν αμφίβολους αφεντάδες με άλυτα θέματα. Η ανθρώπινη πινακοθήκη του Οικονομίδη σε δραματικό φόρτε: φάτσες εξαντλημένες, πνιγμένες στα ρηχά, ψυχές πεποιημένες, σε βαθύ τρόμο.

 

Ο Γλάρος (Στάθης Σταμουλακάτος, σπουδαίος), κατά βάση σιωπηλός, στωικός ακροατής, λανθάνων αισθηματίας, παρακολουθεί την εξέλιξη του ανένδοτου που κήρυξαν οι δυο αντεραστές, ο επιχειρηματίας (Γιάννης Τσορτέκης) και ο λαϊκός τραγουδιστής (Βασίλης Μπισμπίκης), για τα μάτια μιας Ωραίας Ελένης (Βίκυ Παπαδοπούλου), η οποία βλέπει Σταύρο Τσιώλη, ακούει Nightstalker και γενικά... κοιμάται με ελαφρά ανησυχία στο δικό της παρενθετικό σύμπαν ‒ και διατηρεί ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον μπαμπά της στην Πάτρα, ενώ πέφτουν κορμιά και βασανίζονται ψυχές ακριβώς δίπλα της!

 

Ο σκηνοθέτης του Σπιρτόκουτου, έξι χρόνια μετά το Μικρό Ψάρι, αλλά ακονισμένος μετά το θεατρικό tour de force στο Στέλλα Κοιμήσου, πειράζει την κλασική εκδοχή του παράνομου, εκτροχιασμένου πάθους με ήρωες που νομίζουν πως ορμώνται από τη διάτρητη, πληγωμένη καρδιά τους (το λάτιν σύνδρομο του νεοέλληνα...), αλλά ουσιαστικά είναι αναίσθητοι ατομιστές που αποκαλύπτονται ανεπιστρεπτί όταν ο αυτοκαταστροφικός εγωισμός τους κατατροπώνεται.

 

Το επίπεδο των ερμηνειών, στη χορογραφική του σύνθεση και τις ξεχωριστές στιγμές του, αγγίζει την τελειότητα ‒ δεν θα περιμέναμε τίποτε λιγότερο από το ταλέντο του Οικονομίδη να συνταιριάζει αρμονικά έμπειρους επαγγελματίες με χαρισματικούς ερασιτέχνες σε πρωταγωνιστικούς ή δευτερεύοντες ρόλους, με δουλεμένες ατάκες και αξέχαστα ξεσπάσματα. Η μεγάλη διάρκεια της Τρύπιας Καρδιάς αφαιρεί μέρος της δύναμης και της συνοχής της και από ένα σημείο κι έπειτα η επιτάχυνσή της επηρεάζει την ευκρίνεια της πλοκής, αλλά το επικό, κοενικό φινάλε, αποζημιώνει.