Πρωταγωνιστές, ένα ζευγάρι που έχουν στείλει τα παιδιά τους εκτός Αγγλίας για να γλιτώσουν. Η μητέρα δεν καταφέρνει να επιβιώσει και ο πατέρας τα υποδέχεται σε μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά ομαλή προοιωνίζεται. Τα παιδιά δέχονται με θλίψη την ορφάνια, αλλά στη συνέχεια αποκαλύπτεται πως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Ο πατέρας τους φοβήθηκε και παράτησε τη μητέρα τους στο έλεος των ζόμπι, νομίζοντας πως δεν έχει ελπίδα, τρέχοντας για να σώσει τη ζωή του, αλλά και να προστατέψει τα παιδιά που τον είχαν περισσότερη ανάγκη. Όταν ξεσπάει χάος στη φυλασσόμενη πλευρά του Λονδίνου, και πάλι μια μικρή ομάδα (ας μη φανερώσω τη σύστασή της) θα προσπαθήσει να αποφύγει το θανατηφόρο δάγκωμα των ζόμπι, αλλά και την καθεστωτική καταστολή.

Το Λονδίνο είναι εκ νέου μια κόλαση - άδειο, λερωμένο, μιαρό, απειλητικό, επικίνδυνο. Σε κάθε γωνιά παραμονεύει ο θάνατος στη χειρότερή του μορφή. Η εικόνα των ζόμπι, τόσα χρόνια μετά την πρωτοποριακή εισαγωγή τους από τον Τζορτζ Ρομέρο, διατηρεί ατόφια τη φρίκη στο πέρασμά τους. Εκτός από την αποκρουστική τους εμφάνιση, είναι προφανώς και ό,τι απεύχεται να πάθει ένας άνθρωπος: να βρίσκεται σε μια εκκρεμή κατάσταση αθανασίας, να έχει χάσει τα λογικά του, και από την απέναντι όχθη να μην έχει να αντιμετωπίσει το Άλλο, ένα τέρας ή έναν εξωγήινο (η διαφορετικότητα οπλίζει πιο εύκολα και τον πιο αναποφάσιστο), αλλά το είδωλο της αποσύνθεσής του, μια σάπια και λυσσαλέα εκδοχή του γείτονα ή του πρώην αγαπημένου του, και άρα να ελπίζει στη γρήγορη και συνοπτική εξολόθρευσή του.

Χωρίς να ανακόπτεται από τη γενικότερη αίσθηση του σινεμά που έχει ο Μπόιλ (και συνεπώς από τον ουμανισμό του), ο Φρεσναντίγιο ρίχνεται με τα μούτρα στο εξειδικευμένο θρίλερ και τις συνθήκες της φρίκης που αυτό συνεπάγεται και δεν χαρίζεται συναισθηματικά σε κανένα χαρακτήρα. Έτσι που χειρίζεται τους γονείς και τους καλούς, δεν είσαι σίγουρος αν μέχρι το τελευταίο πλάνο θα δείξει οίκτο ακόμη και στα -εκ φύσεως αθώα και ασφαλισμένα- παιδιά. Παίζει ανάμεσα στο ένστικτο για επιβίωση και τον πανικό που επιφέρει, και στην αίσθηση του καθήκοντος: του οικογενειακού, με αρνητικό πρωταγωνιστή τον τραγικό πατέρα (φοβερός ο Καρλάιλ στην πιο απαιτητική ερμηνεία του) και τη μητέρα, χαμένη στο limbo των αισθημάτων της και του εκφυλισμού που υπέστη, καθώς και του κοινωνικού, από τους αξιωματούχους, που πρέπει να υπηρετήσουν το κοινό καλό «ρίχνοντας» το προσωπικό τους συμφέρον, και τους υπόλοιπους, οι οποίοι οφείλουν να σώσουν τους πιο αδύναμους. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που βγάζει στην επιφάνεια τις αντιδράσεις του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, των γονιών, υπό ακραίες και εξωπραγματικές συνθήκες, μακιγιάροντας τον γήινο χαρακτήρα τους κάτω από τη δυστυχία του δαιμονισμού τους.

Τα τελευταία χρόνια, οι ταινίες με ζόμπι έχουν αποδείξει πως ένα παλιό είδος έχει την ευκαιρία για μια ανάσταση με σύγχρονες εφαρμογές, λειτουργώντας σαν περιπέτεια τρόμου, αλλά και σαν μια μεταφορά των φόβων μας σε μια κοινωνία που φλερτάρει με τη φρίκη ανά πάσα στιγμή. Η επιτυχία αυτού του φιλμ -όπως και του Dawn of the Dead σε ένα πιο μηχανικό επίπεδο- είναι πως σε κάθε του καρέ ανακουφιζόμαστε που τέτοιο κακό συμβαίνει σε άλλους και ανησυχούμε γιατί η παρομοίωσή του απέχει μόλις έναν τόνο από τη μικρή στροφή που μπορεί να πάρει η πραγματικότητα που βιώνουμε.

Με νεύρο και κλιμακούμενη ένταση, ο Φρεσναντίγιο δίνει άλλη διάσταση στο ρεβιζιονιστικό ζόμπι θρίλερ, περνώντας από την απομόνωση στον διαχωρισμό και τον ρατσισμό και την εσωτερική προσφυγιά, εστιάζοντας με αμεσότητα και ριπές πλανοθεσίας στη δράση, τη φρίκη και τα απελπισμένα πρόσωπα μιας κοινωνικής αλληγορίας που λειτουργεί απόλυτα στα πλαίσια ενός απολαυστικού, ακραίου και απαιτητικού genre. Είναι ένα από τα sequels που εμβαθύνουν το πρωτότυπο χωρίς να το μιμούνται, όπως συνέβη στην περίπτωση της παλιάς σειράς του Πλανήτη των Πιθήκων, όπου το τέταρτο μέρος με τίτλο The Conquest of the Planet of the Apes, χωρίς τον Τσάρλτον Ίστον, πήγε πολύ πιο μακριά, με άλλο ύφος και με μια φιλοσοφία έξυπνη, πιο συγυρισμένη και αποτελεσματική.

Ο Φρεσναντίγιο, δημιουργός του Intacto και υποψήφιος στο παρελθόν για Όσκαρ μικρού μήκους, καταφέρνει μια καταπληκτική σκηνοθεσία και η ταινία είναι από τις καλύτερες της χρονιάς - πόσο μάλλον σε σχέση με αυτές που προσφέρονται φέτος το καλοκαίρι. Από την άλλη, για όσους αντέχουν τα σαδιστικά όργια τύπουHostel, αυτή εδώ είναι συγκριτικά κατάλληλη από δεκατριών.