Οι Έλληνες σκηνοθέτες εξοργίζονται όταν κάποιοι κριτικοί απορρίπτουν με συνοπτικές διαδικασίες την ταινία τους ως τηλεοπτικό προϊόν - ειδικά όταν οι συγκεκριμένοι σκηνοθέτες προέρχονται από την τηλεόραση και έχουν τη μύγα.

Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι σημαίνει αυτή η κατηγορία. Φταίνε οι ρυθμοί, η «βιντεΐλα», οι ηθοποιοί που έχουν γίνει γνωστοί από την τηλεόραση και από εκεί βγάζουν εύλογα το ψωμί τους (όπως και πάμπολλοι σκηνοθέτες από τη διαφήμιση) ελλείψει κινηματογραφικής ροής; Ή μήπως φταίνε τα θέματα που -αν δεν είναι επικά, αριστερά, υπερδραματικά, αφαιρετικά ή λυρικά- στερούνται οράματος, υπόστασης και λόγου ύπαρξης;

Κατά την ταπεινή μου άποψη, στο σινεμά -αυτό το αγρίως πολυλλεκτικό και πολυποίκιλο μέσο που χωράει και τους λαϊκούς και τους εστέτ- υπάρχουν, με όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες, καλές και κακές ταινίες: και το Πέντε λεπτά ακόμα δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Ξεκινά με ένα απλό θέμα που θυμίζει παλιές κωμωδίες από καταβολής κινηματογράφου, καθώς ταινίες με φαντάσματα που σεργιανάνε στον μάταιο τούτο κόσμο έχουν γυριστεί στο αμερικανικό, το γαλλικό, το ιταλικό και το ελληνικό σινεμά -απ' όσο θυμάμαι- και προσπαθεί να το εμπλουτίσει χωρίς καλλιτεχνοειδή σπινιαρίσματα, αλλά ως επί το πλείστον με απλά μέσα και ευχάριστο τέμπο.

Χρησιμοποιεί ένα σχετικά πρωτότυπο τέχνασμα: ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έχει στη διάθεσή του μόνο πέντε λεπτά σωματοποιημένου ωφέλιμου χρόνου (που κυλούν αντίστροφα χρονομετρημένα, με τη χρήση μιας αιωρούμενης κάμερας στο χέρι), τα οποία πρέπει να ξοδέψει σοφά, για να κάνει αισθητή την παρουσία του στους δικούς του ανθρώπους, να επηρεάσει την εξέλιξη της ψυχής του και να ρυθμίσει τις εκκρεμότητές του - πριν αναχωρήσει οριστικά για τον άλλο κόσμο. Ο Πιατάς και ο Βαλαβανίδης τον επιτηρούν με θυμοσοφία και κυνισμό, η γιαγιά Ζαρόκωστα τον μυρίζεται -αν και ανυπόληπτη, λόγω προχωρημένου Αλτσχάιμερ-, η Βλαντή φρικάρει μόλις τον αντιλαμβάνεται και ο πρώην κολλητός Μουρατίδης τον προδίδει, πυροδοτώντας το αθεράπευτο χούι του, τη ζήλεια.

Ο Ξανθόπουλος δεν υποκρίνεται, αλλά δεν προσφέρει και πολλά δώρα με την ταινία του αυτή. Θα μπορούσε να είναι μια απροκάλυπτα ξέφρενη κωμωδία, οι ηθοποιοί όμως φαίνονται μαγκωμένοι και δεν εξελίσσονται ως χαρακτήρες: ο προικισμένος Χαραλαμπόπουλος επαναλαμβάνεται εκφραστικά μετά την -απολαυστική, αρχικά- συνειδητοποίηση του νεκροζώντανου limbo στο οποίο περιέρχεται, ο Μουρατίδης ακούγεται μονόχορδα και η Βλαντή ασφυκτιά, ενώ οι υπόλοιποι δεν έχουν και πολλά να κάνουν, σε μια γενικότερη αμηχανία υποκριτικής κατεύθυνσης. Οι Πιατάς και Βαλαβανίδης εκ των πραγμάτων πρέπει να συντηρούν την ειρωνεία, αλλά οι τύποι τους μοιράζουν τσιτάτα που εξατμίζονται.

Η ανατροπή στο τέλος, αν και σταχυολογεί μια ανθολογία λύσεων σε παρόμοιες ταινίες, κλείνει στρογγυλά μια ιστορία που φανερώνει την προσπάθεια του Γιάννη Ξανθόπουλου να δουλέψει τις όποιες ιδέες του και να τις κάνει να λειτουργήσουν. Η λογική του δεν είναι τηλεοπτική, αλλά δεν προχωράει καν το είδος που θέλει να υπηρετήσει. Απλώς το συνοψίζει.