Η Αδελφότητα των Ασασίνων, το Τάγμα των Ναϊτών, Μάγιστροι, Στοές, το μήλον της έριδος που είναι το Μήλο της Εδέμ και όχι του Αδάμ: όλα αυτά τα μασονικά, αιρετικά, συνωμοσιολογικά, παραπέμπουν περισσότερο στο high concept, παρανοϊκό σύμπαν του Νταν Μπράουν και όχι τόσο σε ένα συμπίλημα από videogames στα οποία βασίζεται το «Assassin’s Creed».

 

Με τη βοήθεια μια προηγμένης τεχνολογίας επαναφοράς μνήμης και σώματος σε πρότερη κατάσταση, η περιπέτεια εξελίσσεται στο παρελθόν, στις ταραγμένες εποχές της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία του 15ου αιώνα, με την ένταση στο παρόν, σε μια επιστημονική φυλακή, όπου ένας οργισμένος άνδρας με οικογενειακά απωθημένα εξωθείται σε εικονική μάχη με τους προγονικούς του εχθρούς, να χτίζεται σε ένα φινάλε πολλαπλών διλημμάτων και υπόσχεσης για sequel − αν και η μέχρι τώρα εμπορική επίδοση της ταινίας διεθνώς δεν είναι ελπιδοφόρα.

 

Αν ο θεατής ξεχάσει πως η ταινία στηρίζεται σε βιντεοπαιχνίδι, θα μεταφερθεί σε μια παραλλαγή των «Illuminati» βουτηγμένη σε fantasy και υπερβολή, με τους ηθοποιούς (όχι μόνο τους δύο γνωστούς πρωταγωνιστές αλλά και τους σπουδαίους περιφερειακούς, όπως ο Τζέρεμι Άιρονς και η Σαρλότ Ράμπλινγκ) να ανεβάζουν πίστα, καθώς οι λεπτομέρειες στους διαλόγους και στην ατμόσφαιρα κάνουν τη διαφορά από τις συνηθισμένες απόπειρες μεταφοράς των σαδιστικών οικιακών παιγνίων. Ο Τζάστιν Κερζέλ σκηνοθετεί ξανά τους Φασμπέντερ-Κοτιγιάρ μετά το «Macbeth» και, μολονότι δεν θα συμφωνήσουν οι θιασώτες της φουριόζας διασκευής του δύστροπου σαιξπηρικού έπους, στο «Assassin’s Creed» ταιριάζει περισσότερο.