Η δραματική κωμωδία Άθικτοι επιδοκιμάστηκε μαζικά από το γαλλικό κοινό που συνέρρευσε, κάνοντας σχεδόν ρεκόρ 20 εκατομμυρίων θεατών. Μιλάμε, λοιπόν, για ένα φαινόμενο που δικαιολογείται από την ισορροπημένη σχέση του αριστοκρατικού λευκού με τον λαϊκό μαύρο, σε μια κοινωνία που προφανώς η ταξική διαφορά δεν έχει καταλαγιάσει, αλλά τα πράγματα έχουν ωριμάσει αρκετά ώστε η υποβόσκουσα ρατσιστική αντιπαράθεση να μη φαντάζει εξωγήινη ή μονοδιάστατα οργισμένη. Βασισμένος στον γαλλικό ανθρωπισμό, ο Φιλίπ είναι ένας γενικά ευγενικός άνθρωπος που από διαίσθηση προσλαμβάνει τον Ντρις, έναν επιπόλαιο νέο που θέλει να βγάλει εύκολα χρήματα, παριστάνοντας τον νοσοκόμο. Οι δυο σκηνοθέτες ξέρουν από κωμωδία και δεν βιάζονται. Τους ενδιαφέρει η σύγκλιση των δυο κόσμων μέσα από το σταδιακό ξεδίπλωμα των βιωμάτων των Φιλίπ και Ντρις: για ποιον λόγο ο ένας είναι ουσιαστικά παραιτημένος και ο άλλος είναι τόσο συγκρατημένος. Εκτός από την καταγωγή τους, συνεπώς την άνεση και την αγωνία, που αντίστοιχα τους προσδίδει, το ενδιαφέρον στην ταινία είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζονται, συγκρούονται, κακιώνουν, ρίχνουν τις άμυνες τους και τα ξαναβρίσκουν κι εντοπίζουν κάτι βαθύτερο από τον προδιαγεγραμμένο ρόλο τους. Τα άφθονα εισιτήρια επίσης δικαιολογούνται από τον τρυφερό προσδιορισμό δύο συμβόλων της Γαλλίας σε μια περιστασιακά συμβιωτική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από εφηβική συνωμοτικότητα και ζαβολιάρικο πνεύμα. Ο πολυλογάς στην ταινία, Ομάρ Σι, έκανε την έκπληξη, «κλέβοντας» το Σεζάρ ανδρικής ερμηνείας από τον Ζαν Ντιζαρντέν -  το μόνο βραβείο που δεν κατέληξε στα χέρια του πρωταγωνιστή άλαλου Artist. Κάτι ανάμεσα στον Έντι Μέρφι και τους κλασικούς Γάλλους κωμικούς, ο Σι δίνει ενέργεια εκεί που ο Κλιζέ μαεστρικά φρενάρει την ταινία για να υπονοήσει την τραγωδία της ακινησίας σε έναν άνθρωπο που τα έχει όλα, αλλά δεν μπορεί να τα γευτεί όπως επιθυμεί.