Σε σχέση με τη Νέα Σελήνη, η Έκλειψη κερδίζει σε ατμόσφαιρα και σε δράση, έχοντας ως ατού μια καλύτερα σκηνοθετημένη τρίτη πράξη, όπου οι λύκοι και η βαμπιρική φατρία των Κάλεν συνασπίζονται για να προστατεύσουν την Μπέλα από μια στρατιά βρικολάκων, νέων και ανθεκτικών, που υπηρετούν ένα ογκώδες γινάτι. Γύρω από την Μπέλα στήνεται μια αντιπαλότητα που τροφοδοτεί συνεχή απειλή και εκκρεμότητα. Η ταινία είναι βασικά ένα ερωτικό τρίο που δεν ολοκληρώνεται, αλλά προτιμάει να δαιμονοποιήσει την ίδια την ερωτική πράξη. Το δίλημμα είναι ήδη γνωστό: ο Έντουαρτ έχει επιστρέψει, διεκδικεί την Μπέλα, αλλά επιμένει στην κάθετη αντίρρησή του να της ριχτεί κανονικά, φοβούμενος ότι θα τη σκοτώσει, ή, ακόμη χειρότερα, ότι θα τη μετατρέψει σε ένα απέθαντο τέρας όμοιο με εκείνον.

Από την άλλη, ο Τζέικομπ, από φίλος της απλός και τρυφερός, ωριμάζει και αλλάζει. Λύκος πλέον που μπορεί να αλλάξει μορφή, της εκδηλώνει την αγάπη του και τη διεκδικεί επίσης, αλλά η Μπέλα του ξεκόβει τις πονηρές σκέψεις. Όχι τόσο άστατη όσο τρελαμένη κι αυτή από τις ορμόνες που χοροπηδάνε ανικανοποίητες και διψασμένες, η Μπέλα δεν αρκείται στους ανεκπλήρωτους όρκους αγάπης του Έντουαρτ και ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας (δηλαδή ένα παθιασμένο φιλί) στον Τζέικομπ, μέσα στην ανασφάλειά της, παραμονή της μεγάλης μάχης για την επιβίωσή της.

Στις παρυφές του ανθρώπινου γένους, δυο παράλληλοι κόσμοι από όντα που μπορούν να ζήσουν στη γη με ποικίλες μορφές και κυμαινόμενο βαθμό ανοχής πρέπει να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τα μάτια μιας τελειόφοιτης λυκείου στην επαρχία. Υπάρχει κάτι κωμικό σε αυτήν τη σύλληψη που παραδόξως η ταινία, τουλάχιστον σε αυτό το επεισόδιο, δεν εκμεταλλεύεται. Ίσως διότι οι ηθοποιοί προσπαθούν να δώσουν παραπανίσια δραματικότητα στον εφηβικό πόνο της αμφιβολίας και με αυτό τον τρόπο βοηθάνε την ταινία να προαχθεί από ένα ελαφρύ αισθηματικό του φανταστικού σε μια απόπειρα ανάμειξης τρόμου και έρωτα, με καταβολές στον παρακμασμένο ρομαντισμό μιας άλλης εποχής και τον ζωώδη κόσμο των ενστίκτων. Εκεί όπου υστερεί η Έκλειψη είναι η σαφής ανάπτυξη της πλοκής.

Η ιστορία μένει πίσω και εξαντλείται σε ένα «θα σου πω και θα μου πεις», που διαρκεί δυσανάλογα με την υπόσχεση για κάτι μεγάλο που θα συμβεί. Συμβιβασμένοι με την ιδέα πως το έργο συνεχίζεται, μαθαίνουμε λίγο παθητικά, ομολογουμένως, περισσότερες λεπτομέρειες για το ινδιάνικο background της φυλής του Τζέικομπ, κάτι που εξηγεί το απωθημένο που σέρνεται σχεδόν αταβιστικά στη συμπεριφορά αυτής της κοινότητας. Μετά την άτσαλη εισαγωγή του πρώτου μέρους και την εδραίωση μιας φρέσκιας παραβολής για τον μοντέρνο εφηβικό έρωτα στη Νέα Σελήνη, εδώ έχουμε ένα κομψό πισωγύρισμα, φλύαρο αν και ατμοσφαιρικό, που δεν προχωράει τα θέματα που έχουν ήδη θιγεί αλλά κολακεύει τους φανατικούς της σειράς με αναμενόμενα σημεία, χωρίς πολλά τέρατα.