Όλοι τούς βλέπουν νέους, όπως ακριβώς ήταν τότε που έκαναν τις τρέλες τους, εκτός από τους ίδιους, που εξακολουθούν να απορούν με το καινούργιο/παλιό εμφανισιακό τους status. Τους δίνεται η ευκαιρία να ξεδώσουν αλλά και να προσπαθήσουν να αλλάξουν τα πράγματα που τους οδήγησαν στην παρούσα κακομοιριά τους. Και η ταινία του Στιβ Πινκ, ενός δημιουργού που έχει συνεργαστεί με τον Τζον Κιούζακ στο παρελθόν και γνωρίζει την ειδική του σχέση με τη συγκεκριμένη περίοδο, βουτάει χωρίς ενοχές στα '80s, με τη μουσική, τα φλούο φώτα, τα γελοία ρούχα και τις γκέτες, γυρνώντας σαν χαρταετός χωρίς καλοσχηματισμένη ουρά. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς η έλλειψη σαφούς πορείας δίνει μια τρέλα στο ύφος και την καθιστά ανορθόδοξη και ως έναν βαθμό απροσδόκητη στην πλοκή.

Υποκειμενικά μιλώντας, η δεκαετία του '80 δεν αποτελεί από μόνη της μια δεξαμενή ικανή να βγάλεις λαγούς χωρίς στόχο. Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν χρωματιστή αλλά όχι φανταχτερή, αφήστε που από τότε ξεκίνησε συστηματικά η ανακύκλωση, στη μουσική και το σινεμά. Η ίδια η ποπ δηλαδή άρχισε να ξύνει το κεφάλι της με απορία και να ξαναμασάει τις σάρκες του παρελθόντος. Γι' αυτό και μια διαδρομή χαρακτήρων που ουσιαστικά είναι αναδρομή εποχής με πρόφαση την ανδροπαρέα που γερνάει χωλαίνει με το καλημέρα.

Η πρώτη καλή εντύπωση εξαντλείται γρήγορα, καθώς τελικά μια τέτοια ταινία δεν μπορεί παρά να εξαρτάται μόνο από το κωμικό της ρεζερβουάρ και την πρωτοτυπία της - συγγνώμη, αλλά οι αναμνήσεις της άλλης παλιοπαρέας από το Hangover είναι πολύ νωπές. Ο Τσέβι Τσέις εμφανίζεται στον ρόλο του επιδιορθωτή του τζακούζι, αλλά δεν κάνει τίποτε σπουδαίο. Ο άλλος guest star της ταινίας, όμως, ο Κρίσπιν Κλόβερ, είναι όλα τα λεφτά, με ένα εύρημα που επανέρχεται φρέσκο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο Τζον Κιούζακ, που εκτελεί και χρέη παραγωγού, παραμένει σταθερή αξία, αιώνια συμπαθής και ταυτισμένος με μερικές από τις καλύτερες στιγμές των '80s.