Αυτό που στερήθηκε ο Μάικλ Ντάγκλας στο δεύτερο μέρος του Wall Street, έχοντας εξαντλήσει τα κόλπα του Γκόρντον Γκέκο στο πρωτότυπο και παγιδευμένος στις μελοδραματικές ευκολίες της ταινίας, βρίσκει άπλετα στο φιλμ Ένας αξιότιμος κύριος. Εδώ μας θυμίζει αμφότερες τις πλευρές της πληθωρικής κινηματογραφικής του προσωπικότητας, την ανθρωπιά που τον κάνει ευάλωτο και συμπαθή, αλλά και τη μοχθηρία που τον μετατρέπει σε ένα τέρας ικανό να προξενήσει κακό και να το χαρεί στο καπάκι. Ας μην ξεχνάμε πως μέχρι και το Wall Street ο Ντάγκλας ήταν ένας ας πούμε ζεν-πρεμιέ, που ειδικευόταν σε ελεγχόμενα γλυκανάλατους ρόλους, ώσπου έχτισε μεθοδικά ένα ανήσυχο προφίλ με κοινωνικές ανησυχίες (Το Σύνδρομο της Κίνας), ταυτόχρονα με την παράλληλη ιδιότητά του ως παραγωγού - είχε ήδη ένα Όσκαρ για τη Φωλιά του Κούκου.

Ο Στόουν διάβασε την αντάρα μέσα του και έκτοτε ακολούθησαν ρόλοι αρνητικοί, που με το εκτόπισμά του γίνονταν άξιοι προσοχής. Είκοσι τρία χρόνια μετά το Wall Street, το Ένας αξιότιμος κύριος αξιοποιεί πλήρως αυτό το διπλό χάρισμα του Ντάγκλας. Στην ταινία ο Μπεν Κάλμεν είναι ένας χαρισματικός πωλητής αυτοκινήτων, ένας διάσημος επιχειρηματίας χάρη στη ζωηρή αυτοδιαφήμισή του στα κανάλια, μια μπάλα ενέργειας και αμερικανικής επιτυχίας που κλότσησε την καλή του ζωή και μπλέχτηκε σε απατεωνιά ολκής, χάνοντας την περιουσία και την αξιοπρέπειά του. Χωρίς κούτελο, με τον γάμο του να έχει τελειώσει, ο Κάλμεν αλλάζει γυναίκες και συμπεριφέρεται απρόσεκτα και ανεύθυνα. Ακόμη και στην αδυναμία της ζωής του, την κόρη του, φέρεται σκάρτα, με αποτέλεσμα εκείνη να του απαγορέψει να βλέπει τον εγγονό του.

Η ταινία εστιάζεται κυρίως στη σύντομη αλλά κρίσιμη διαμονή του κοντά στο κολέγιο της κόρης της γκόμενάς του (η Μέρι Λουίζ Πάρκερ πάντα απρόβλεπτη και καλή). Ελλείψει άλλου, ο Κάλμεν μεταβαίνει εκεί εκτελώντας χρέη κηδεμόνα, καθώς έχει ανάγκη την εγγύηση που του υπόσχεται η φίλη του. Η όμορφη κόρη της, όμως, είναι ένας πειρασμός, στον οποίο ο Κάλμεν δεν σκοπεύει να αντισταθεί. Ανεπίσημα αποκληρωμένος, άφραγκος και με αδύναμη υγεία, αφού η καρδιά του είναι σε κακό χάλι, κολλάει στο πανεπιστημιακό περιβάλλον, μένοντας στο γειτονικό σπίτι ενός γενναιόδωρου παλιού του φίλου (τέλεια η χημεία με τον πραγματικό κολλητό του Ντάνι ντε Βίτο) και δουλεύει ως γκαρσόνι στο μικρό του εστιατόριο.

Ανάμεσα σε άλλες «ανδραγαθίες» του, προσπαθεί να διαφθείρει πνευματικά ένα πραγματικά καλό παιδί, έναν φοιτητή συνεσταλμένο και ειλικρινή, προτείνοντάς του τον δρόμο της κουλ απιστίας. Κατ' ουσίαν, δεν παύει ποτέ να είναι ένας εξαιρετικός πωλητής, ένας ιμπρεσάριος του εαυτού του, ένας τζογαδόρος που ψάχνει το παράθυρο όταν όλες οι πόρτες έχουν κλείσει με δύναμη πίσω του. Όλα ξεκίνησαν από το καρδιακό επεισόδιο που απέκρυψε από όλους, αλλά μετέτρεψε τη ζωή του από μια σταθερά αναγνώρισης και επιτυχίας σε ένα γαϊτανάκι αυτοκαταστροφής και προσβολής της έννοιας της αγάπης και της σιγουριάς. Πρόκειται για μια ταινία που ο Ντάγκλας παίρνει επάξια στους ώμους του. Όλοι αυτοί που τον στηρίζουν, όπως η λογική πρώην σύζυγός του και ο συναισθηματικός παλιός του συμμαθητής, και όσοι τον εγκαταλείπουν με εκδικητική διάθεση, παραδέχονται τη γοητεία του και την παρακμή που μεταδίδει.

Ο Κάλμεν είναι ένας μοναχικός άνθρωπος και παρά τους στίχους του κλασικού τραγουδιού του Νιλ Ντάιαμοντ που ακούμε στους τίτλους σε απόδοση Τζόνι Κας, δεν έχει πληγωθεί από τις γυναίκες της ζωής του - μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Το καμπανάκι της υγείας του λειτουργεί ως πρόφαση για να πληγώσει και να τραυματίσει σαν ελεύθερος σκοπευτής. Η υπενθύμιση της θνητότητάς του επιταχύνει τη διαδικασία αυτή. Ουσιαστικά απελευθερώνεται το δαιμόνιο ενός νάρκισσου με ελαστική ηθική, που απεχθάνεται την κριτική κι επιδιώκει την ηδονή της κατάκτησης. Ακόμη και στο τσακ, όταν όλα μοιάζουν χαμένα, εκείνος θέλει να διατηρεί το προνόμιο της επιλογής. Είναι ένα κάθαρμα-πρότυπο, ένα μάτσο συντρίμμια που δεν υποκύπτει στην απελπισία, ένα οξύμωρο που ο Ντάγκλας καθιστά γεγονός ως μαέστρος στο είδος.