Μια εύρωστη παραγωγή για ένα λεπτό ζήτημα καρδιάς: πριν ξεκινήσει την επική παραγωγή των 7 μυθιστορημάτων που άλλαξαν τη ροή της ρομαντικής αγγλόφωνης λογοτεχνίας, η Τζέιν Όστεν δοκίμασε στο πετσί της μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Φτωχή αλλά όχι απελπισμένη, προσπάθησε να ικανοποιήσει την οικογένειά της και να αρραβωνιαστεί. Συνεχώς οπισθοχωρούσε γιατί δεν πίστευε στο γάμο χωρίς έρωτα. Όταν βρήκε το πρόσωπο της επιθυμίας, ακύρωσε την τελευταία στιγμή το φευγιό, καθώς γνώριζε ότι θα κατάστρεφε τη ζωή του αγαπημένου της, εκκολαπτόμενου δικηγόρου Λεφρόι και θα βούλιαζε και η ίδια - έχοντας το δίλημμα που αργότερα μετουσίωσε στη Λογική κι Ευαισθησία. Η ταινία περιγράφει την εκπαίδευση των συναισθημάτων της και το ακόνισμα του πόνου. Υπάρχει μια σκηνή (πραγματική;) όπου ζητάει τη συμβουλή μιας άλλης συγγραφέως γύρω από την έμπνευση και εκείνη την παραπέμπει στη φαντασία. Μέχρι τώρα πιστεύαμε πως η Όστεν, σαν τις αδελφές Μπροντέ, δεν είχε βιώσει το στρίμωγμα που χαρακτηρίζει τους ήρωές της, αλλά η ταινία μας δηλώνει το αντίθετο. Σε όλη τη διάρκειά της, υπάρχουν ψήγματα από τα μετέπειτα βιβλία της, καθώς και η στέρεη αντίληψή της πως οι πρωταγωνιστές πρέπει να παίρνουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν στο τέλος. Το φινάλε της Ερωτευμένης Τζέιν, απ' την άλλη, είναι πανομοιότυπο με εκείνο της Καζαμπλάνκα: η Τζέιν κρατά την αξιοπρέπεια, τα πιστεύω και την ανεξαρτησία της, καθώς οι μνήμες του έρωτα που δεν έζησε μέχρι το τέλος αλλά αντιλήφθηκε πως μπορεί να έχει ως επιλογή θα γίνονταν το καύσιμο για την υπόλοιπη ζωή - βρίσκετε πιο ρομαντική λύση; Η Χάθαγουεϊ είναι ανέλπιστα αποτελεσματική, αλλά οι αποχρώσεις προέρχονται από τα δύο τέρατα της αγγλικής σκηνής στους δυο μικρούς ρόλους τους, την Τζούλι Γουόλτερς και τη Μάγκι Σμιθ.