Είναι ένας στοχαστής που διαλαλεί ιδέες, μεταδίδει λέξεις, που κάνει σχέδια, ένας ονειροπόλος. Ένας ανώνυμος άντρας που ωθείται από απλά ένστικτα: πείνα, απληστία, λαγνεία. Ένα δυστυχισμένο, κυνηγημένο πλάσμα που θέτει μια πρόκληση στον Φάουστ του Γκαίτε. Γιατί να μείνει εκεί, όταν μπορεί να πάει παραπέρα; Κι ακόμα παραπέρα, και πιο πέρα, πιέζοντας πάντα προς τα εμπρός, χωρίς να προσέχει ότι ο χρόνος μένει ακίνητος...

Μετά τον Μολώχ, τον Ταύρο και τον  Ήλιο, ο Σοκούροφ κλείνει τον κύκλο της εξουσίας με τον Φάουστ, τον οποίο αντιμετωπίζει ως πραγματικό χαρακτήρα, όπως και τους προκατόχους του στην τετραλογία, τον Χίτλερ, τον Λένιν και τον Χιροχίτο. Γι’ αυτόν το λόγο, αλλάζει σημαντικά στοιχεία από τον Γκαίτε: ο Φάουστ δεν πουλάει την ψυχή του στον διάβολο, καθώς επίσης ο ίδιος πλησιάζει τον Μεφιστοφελή και, ως κουρασμένος επιστήμονας που μάχεται τον σκοταδισμό, ζητάει ικανοποίηση των αδυναμιών της σάρκας. Ο ορμητικός, απηυδισμένος γιατρός και ο γλοιώδης, σαν ξαναζεσταμένος θάνατος, άρχοντας του σκότους, με την αποκρουστική μορφή ενός παραμορφωμένου γέρου ενεχυροδανειστή, πορεύονται μαζί σ’ ένα περιβάλλον που, αν και φαντάζει μεσαιωνικό, αντιστέκεται στον χρόνο - ο Σοκούροφ επιδιώκει να ξεφύγει από μια σαφή εποχή και ν’ αποδώσει την πνιγηρή ατμόσφαιρα απελπισίας με στριμωγμένα δωμάτια, σοκάκια που τρυπάνε το πανί με την αποφορά τους και ανθρώπους σε πνευματικό τέλμα και σωματική εγκατάλειψη, με μόνη εξαίρεση τη σύζυγο του ενεχυροδανειστή, μια φιγούρα που σεργιανίζει σαν τραπουλένια ντάμα βγαλμένη από απόκοσμο παραμύθι. Το σκηνικό είναι στενό και τα χρώματα μουντά, ωχρά: η φωτογραφία και η καλλιτεχνική διεύθυνση στις ταινίες του Ρώσου σκηνοθέτη είναι πάντοτε ατού, μια εικαστική ενίσχυση με δημιουργική αυτονομία. Τόσο πολύ μάλιστα, που οι σκηνές δεν είναι απλά σύνθεση από βινιέτες που φτιάχτηκαν για να επιτείνουν τη συμβολική αυτο-ανακήρυξη του Φάουστ σε επίγειο άρχοντα, αλλά σε μια συλλογή από συμπαγή πορτρέτα που έχουν σκοπό να καταδείξουν τη σύλληψη του Σοκούροφ πως ο Άνθρωπος (τον οποίο εδώ εκπροσωπεί ο Φάουστ) πλανάται οικτρά, όποτε αποφασίσει από μόνος του ν’ αποκοπεί από τις ανώτερες αρχές, τη σκέψη και την πνευματική του ανησυχία, και να κατακτήσει μια εξουσία δυσανάλογη προς τις δυνατότητές του, συνάπτοντας συμφωνία με τον χειρότερο όλων, δηλαδή με τον στυγνό εκμεταλλευτή, έτσι ώστε ν’ αφεθεί στη σάρκα και τη φιλοδοξία του. Ωστόσο, ο τόνος ποικίλλει από το slapstick μέχρι τον περιπατητικό στοχασμό -με αποκορύφωμα τη μεγάλη σεκάνς στο δάσος-, με αποτέλεσμα ν’ αφαιρεί απ’ το σύνολο τη βαρύτητα της τεράστιας αυτής ιστορίας. Εξαιτίας του στυλ της ταινίας, η τραγωδία μπερδεύεται με τον πεζό λόγο και μειώνεται η κρισιμότητα τω αποφάσεων του πρωταγωνιστή. Προς τιμήν του, ο Σοκούροφ απομακρύνθηκε από την υφή της αξεπέραστης βωβής εκδοχής του Μουρνάου, μιας ποιητικής φαντασίας τοποθετημένης σ’ ένα δεξιοτεχνικά μαγικό κι εφιαλτικά μαγεμένο σύμπαν, και τροποποίησε την αφετηρία του Γκαίτε, για να συγκροτήσει έναν Φάουστ περίπου σαν κι εμάς. Τα διλήμματά του είναι ζωντανά, η αναγωγή στο σήμερα κατά κάποιον τρόπο μπορεί να γίνει, και με καλή θέληση η σύγκριση με τους άλλους τρεις «μονάρχες» είναι αντικείμενο σπουδής. Η ροή της βραβευμένης με Χρυσό Λέοντα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας ταινίας είναι κουραστική, χωρίς ν’ ακροπατεί στο χείλος του ψυχικού γκρεμού.