Είμαστε στο 1984, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν μαίνεται για τα καλά και η Σοβιετική Ένωση έχει ήδη μπει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων. Ο Αρτέμ (Λεονίντ Γκρομόφ) αποφασίζει να επισκεφθεί τη μητέρα του στη μικρή βιομηχανική πόλη της Σοβιετικής Ένωσης Λένινισκ. Έχει πια βραδιάσει, όταν στο δρόμο για το σπίτι της θα χαλάσει το αυτοκίνητό του και θα αναγκαστεί να ζητήσει βοήθεια από τον Αλεξέι (Αλεξέι Σερεμπριάκοφ) και την Τόνια (Ναταλία Ακίμοβα), που έχουν το πλησιέστερο μαγαζί. Στο μαγαζί αυτό, που πουλάει αλκοόλ, ο Αρτέμ θα γνωρίσει έναν ξεπεσμένο αστυνομικό, τον Ζούνοφ (Αλεξέι Πολιγιάν), με τον οποίο θα πιάσουν μια μεγάλη συζήτηση για θέματα που αφορούν τον κομμουνισμό, τον πόλεμο κ.ά. Το βράδυ κυλάει ήσυχα μέχρι τη στιγμή που καταφθάνει στο μαγαζί ο Βαλέρα με την όμορφη Ανγκέλικα (Άνια Κουζνέτσοβα). Η άφιξη της κοπέλας θα πυροδοτήσει μια σειρά από τραγικά γεγονότα.

Ο πιο δυσάρεστος συνδυασμός είναι η αιχμαλωσία της με την παράλληλη άφιξη του νεκρού αρραβωνιαστικού της μέσα σε φέρετρο από τον πόλεμο του Αφγανιστάν -ο τίτλοςCargo 200 είναι ο κωδικός για τους σκοτωμένους φαντάρους που επέστρεφαν στην πατρίδα τους- δεν είναι όμως και ο πιο καθοριστικός. Η ατμόσφαιρα σαπίλας και πλήρους παρακμής είναι σαφώς πιο καταδεικτική της κατάστασης που περιγράφεται αφηγηματικά. Το ομιχλώδες και δυσοίωνο πόνημα του Μπαλαμπάνοφ, που βραβεύτηκε στο Ρότερνταμ, διαθέτει κάτι παραπάνω από απλό σαδισμό. Παρουσιάζει σύγχρονα και προφητικά, με φόντο μια κακάσχημη βιομηχανική πολίχνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, την κοινωνική και πολιτική παθολογία που έσκαψε το λάκκο της και έκτοτε δεν μπόρεσε ποτέ να ξετρυπώσει από εκεί μέσα. Οι ψύχραιμες συζητήσεις του αστυνομικού με τον καθηγητή Αρτέμ δίνουν μια απόκοσμη έμφαση στις αποτρόπαιες πράξεις του και η σεξουαλική ανικανότητα συμβολίζει τη φασιστική επιβολή μιας Αρχής κατωτέρου επιπέδου, έναντι οποιασδήποτε διαλεκτικής και προοπτικής.

Ο Μπαλαμπάνοφ ωστόσο δεν επιδιώκει να διδάξει πατριδογνωσία μέσω συμβόλων. Το τραγικό βάρος είναι απλό και μεταδοτικό: Μέσα σε 4 άθλιους τοίχους μια μητέρα με άνοια, που πίνει και βλέπει τηλεόραση μέχρι να καταρρεύσει κάποια στιγμή (από την οθόνη περνάει και ο «καυτός» εκείνη την εποχή Γκορμπατσόφ), ένας διεστραμμένος υπάλληλος με μερικά γαλόνια, μια όμορφη κοπέλα δεμένη χειροπόδαρα και ένα πτώμα που αρχίζει να σαπίζει. Ένα ακραίο δράμα δωματίου, για γερά στομάχια. Όταν το είδα, το σιχάθηκα ειλικρινά. Μετά από λίγο καιρό, όταν το μάτι ξέφυγε από την αρχική εντύπωση του μακάβριου, στα όρια της κατάμαυρης κωμωδίας, πνεύματος, αναλογίστηκα πως δεν γίνεται να μιλάς για την πτώση μιας αυτοκρατορίας με τη νευρώδη καλλιγραφία του Μιχάλκοφ ή με τους όρους ενός μυθιστορήματος. Ούτε βέβαια να εξισώνεται μια στοχαστική ταινία με τραγικά νοήματα, που καλύπτει τη νοοτροπία σειράς γενεών θρεμμένων με τον κομμουνισμό μέχρι την εποχή των απανωτών πολιτικών εγκεφαλικών που εγκαινίασε ο Γκορμπατσόφ και τελειοποίησε ο Πούτιν, με ένα απλό σπλάτερ. Εξήντα χρόνια επανάστασης είναι αρκετά για να μετατρέψουν το όνειρο της συσπείρωσης σε έναν πικρό, φονικό εφιάλτη.