Ναι, μπορεί, είναι η απάντηση, αλλά όχι απότομα, για να υπάρξει λογική, και ταινία. Ο «υδράργυρος» Φαμπρίς Λουκινί, ένας από τους σπουδαιότερους καρατερίστες του παγκόσμιου σινεμά (που ως έντονα Γάλλος, ωστόσο, δεν ευτύχησε να έχει γίνει ευρέως γνωστός), έχει αποκτήσει οικειότητα με τον σκηνοθέτη Φιλίπ Λε Γκουέ μετά από αρκετές συνεργασίες και μετατρέπει έναν ξύλινο, αμετακίνητο άνδρα σε ευαίσθητο άνθρωπο που σκύβει στις αδυναμίες του και μαθαίνει ν’ ακούει, να καταδέχεται και να προσέχει τι γίνεται, πέρα απο τον στενό κώδικα της ανεπαρκούς και προσβλητικής επικοινωνίας του. Οι Γυναίκες του τελευταίου ορόφου ξεκινούν αναμενόμενα, όπως ακριβώς δείχνει η μάλλον αφελής αφίσα της ταινίας: η σύζυγος στέκεται αγέλαστη και θλιμμένη δίπλα σ’ έναν δυσκοίλιο άνδρα, ο οποίος αλληθωρίζει με έκπληξη (λες κι έχει μόλις ανακαλύψει ένα πολύβουο μελίσσι) προς τον πάνω όροφο, απ’ όπου τον παρακολουθεί με πονηρά γελάκια κι ευδιάκριτη ζεστασιά μια παρέα γυναικών, οι υπηρέτριες της πολυκατοικίας. Όταν το έργο προσωποποιείται, αποκτά ταυτότητα, πέρα από τον προφανή συσχετισμό των τάξεων, με τη σύγκρουση του μπουρζουά ζευγαριού με τις Σπανιόλες υπηρέτριες, όπως συνηθιζόταν στη Γαλλία του Ντε Γκολ. Ευτυχώς, δεν μπαίνουμε στη διαδικασία ανατροπής των συμβόλων (οι ξένες δούλες που διαταράσσουν τη βαρετή βασιλεία του σνομπ, αστικού οικογενειακού μοντέλου, ως χορός μοντέρνας ελαφράς τραγωδίας που τιμωρεί τους τυράννους), αλλά παρατηρούμε τα εμβόλια ζωτικότητας σ’ ένα νεκρό ζευγάρι από πραγματικούς ανθρώπους, όπως η Κονσεπσιόν και η ανιψιά της. Ο Λουκινί κάμπτεται και μαλακώνει, επαναστατεί γιατί επιτέλους αμφισβητείται και χαίρεται, ενώ πρώτα κινούνταν σαν κακομαθημένο ρομπότ που απαιτούσε, χωρίς ν’ αναγνωρίζει τα δικαιώματα κανενός. Ο Λε Γκουέ χειρίζεται τη μεταμόρφωση με λεπτότητα και συμπάθεια, με καλούς κινηματογραφικούς τρόπους και αγάπη προς την ιστορία και τους χαρακτήρες της.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0