Ένα ταλαιπωρημένο πρότζεκτ που εμφανίζεται στις οθόνες μας 3 χρόνια σχεδόν μετά τα γυρίσματά του, έχοντας αντιμετωπίσει αλλαγή σκηνοθέτη, ηθοποιών και λοιπών συντελεστών, είναι παραδόξως μια ταινία με επαρκή συνοχή που δείχνει τον ανάλογο σεβασμό στο είδος, αλλά μοιάζει να μην έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται να είχε στο μυαλό του ο Ο'Κόνορ, που προσλήφθηκε την πρώτη μέρα των γυρισμάτων στη θέση της αποχωρήσασας Λίν Ράμσεϊ, ο οποίος προσπαθεί περισσότερο να περισώσει μια προβληματική δουλειά, χωρίς να ενδιαφέρεται να δώσει προσωπικό χρώμα στο φιλμ.
Αυτή η προσέγγιση είναι πολύ εμφανής στην αφήγηση, όπου χρησιμοποιούνται κατά κόρον τα flashbacks για να ενωθούν σταδιακά οι ιστορίες των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων και να παρουσιαστούν με αυτό τον τρόπο η ένταση και η σημασία που έχει η επερχόμενη σύγκρουσή τους. Σε αυτήν, πέρα από τα πρόσωπα, μοιάζει να πρωταγωνιστεί το ίδιο το σπίτι στο οποίο συμβαίνει, ο χώρος δηλαδή που είναι και το ζητούμενο της ηρωίδας (η Πόρτμαν, σε στιγμές πιστό αντίγραφο της Ράκελ Γουέλς στο Hannie Caulder του 1971), που ξεχωρίζει μεν σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά οι απαιτήσεις της από αυτόν παραμένουν συμβατικές – ασφάλεια και οικογένεια.