Κατά τη διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου, η Νανκίνγκ «έπεσε» από τους Ιάπωνες μέσα σε τρεις μέρες. Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήρθαν στην επιφάνεια, εκτός από τις διάσπαρτες μαρτυρίες, και χάρη στα διασωθέντα ημερολόγια ενός Ναζί επιχειρηματία, του Γερμανού Τζον Ράμπε, που δούλευε για τη Ζίμενς στην τότε πρωτεύουσα της Κίνας. Ο άρτι δημοφιλής στο σινεμά Ράμπε (αντικείμενο της πρόσφατης γερμανικής ταινίας Τζον Ράμπε, με τον Ούρλιχ Τουκούρ, αλλά και ένας από τους χαρακτήρες στο ντοκιμαντερίστικο Νανκίνγκ, όπου τον υποδύθηκε ο Γιούργκεν Προχνάου) προσπάθησε να διαφυλάξει τη Ζώνη Προστασίας που έδινε καταφύγιο σε τραυματίες και γυναικόπαιδα και, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις των Ιαπώνων, κατάφερε να διασώσει περίπου 200 χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.
Η συνέχεια έχει ενδιαφέρον: ο Ράμπε διέφυγε στη Γερμανία μέσω Σαγκάης, κατήγγειλε τις ειδεχθείς πράξεις, διέδωσε τη μαρτυρία του, ανακρίθηκε από την Γκεστάπο, συνελήφθη προσωρινά, ελευθερώθηκε με μέσον από τη Ζίμενς, του επιτράπηκε να κρατήσει μόνο τα χειρόγραφα ημερολόγιά του αλλά όχι τα φιλμ που είχε τραβήξει και το δικαίωμα να δίνει διαλέξεις επί του θέματος, μετά τη λήξη του πολέμου αποχαρακτηρίστηκε από το ναζιστικό του παρελθόν με μεσολάβηση της κυβέρνησης της Κίνας, το 1950 πέθανε από εγκεφαλικό και τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Νανκίνγκ, όπου σήμερα υπάρχει μουσείο που φέρει το όνομά του, στη μνήμη του αγώνα του να σώσει όσους κατοίκους μπορούσε.
Η ιστορία θυμίζει έντονα εκείνη του Όσκαρ Σίντλερ, ενός ακόμη ήπιου Ναζί που έγινε πρωταγωνιστής του φυλετικά θιγμένου από το Ολοκαύτωμα Στίβεν Σπίλμπεργκ.Ο Τσουάν, εκτός από την εθνική του καταγωγή και την ανάγκη του να αφηγηθεί μια θαμμένη ιστορία, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη Νανκίνγκ όπου σπούδασε και προετοιμάστηκε 4 χρόνια για την ταινία του. Δεν τοποθετεί τον Ράμπε στο επίκεντρο της ιστορίας - τον θέτει ως ένα από τα πρόσωπα κλειδιά της παρατεταμένης σύρραξης. Στο πλαίσιο αυτό, συμπληρωματικοί πρωταγωνιστές είναι ένας Κινέζος δωσίλογος, ένας αγωνιστής της αντίστασης (Λιού Γιέ), μια γυναίκα που ηγείται της Ζώνης Προστασίας (η πανέμορφη Γιουανγιουάν), μια πόρνη, ο μοχθηρός, αλά Έιμον Γκετζ, Ιάπωνας διοικητής Ίντα και ο Καντοκάβα, ένας παθητικός αλλά απορροφημένος από τη στρατιωτική πειθαρχία στρατιώτης, που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην ακρότητα της βίας και τους αποδέκτες της, ένας παρατηρητής που δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από την ηθική εξαχρείωση αλλά δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.
Η Πόλη της ζωής και του θανάτου βρίσκεται στο κέντρο των δυο λαών, βλέπει εξίσου τις δυο πλευρές και φυσικά παίρνει το μέρος των σφαγιασθέντων, χωρίς περιττές μελοδραματικές εξάρσεις.Ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε συνεχή και πολύπλοκο, ίσιο αλλά και αντίστροφο, καλλιτεχνικό διάλογο με τον Σπίλμπεργκ: δανείζεται την ασπρόμαυρη τονικότητα, μέρος του θέματος και κάποιους από τους χαρακτήρες από τη Λίστα του Σίντλερ, και την οπτική και μονταζιακή διείσδυση, καθώς και μια σκηνογραφική διάταξη και τη χορογραφία των μαχών από τη Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, έχοντας αποθηκεύσει στη μνήμη του το γεγονός πως ο Σπίλμπεργκ είχε κι εκείνος επηρεαστεί από τον Κουροσάβα και είχε γυρίσει την Αυτοκρατορία του Ήλιου, με θέμα το τέλος της αθωότητας και φόντο την Κίνα της ίδιας περιόδου.
Η ταινία του Τσουάν δεν είναι απλά μια κινηματογραφημένη αναπαράσταση/δραματοποίηση αληθινών γεγονότων και πραγματικά δεν είναι εύκολο να βρει κάποιος ψεγάδι σ' αυτήν: επιθετική κάμερα που φεύγει από κοντινά σε πρόσωπα και ανοίγεται σε πλάνα μιας ερημωμένης πόλης, στεγνές καταγραφές της βίας όπως η φευγαλέα, σοκαριστική όπου ένα κοριτσάκι εκπαραθυρώνεται στην ψύχρα, αλλά και επικέντρωση σε χαρακτήρες που πάσχουν, μουσική που κυμαίνεται από το λυρικό πιάνο μέχρι τα αφηνιασμένα τύμπανα των Ιαπώνων σε έναν τελετουργικό χορό, εκπληκτικές σκηνοθετικές συνθέσεις που ξαφνιάζουν, όπως το close up στα πολυβόλα που σκορπάνε τον θάνατο ή τα χέρια που σηκώνονται ψηλά (θυμάστε τη σκηνή στους λουτήρες στη Λίστα του Σίντλερ;).
Στο αριστούργημα του Σπίλμπεργκ μια σειρά από μνημειώδεις σκηνές λειτούργησαν ως όλον και έφεραν κόμπο στο λαιμό, αντί για εύκολο και συχνό δάκρυ συμπόνιας. Η Πόλη της ζωής και του θανάτου δεν μας χειραγωγεί, ωστόσο η παραπάνω ίντσα στην τεχνική δεξιοτεχνία κρατάει πίσω την ψυχική ταύτιση και την πλήρη καλλιτεχνική απόλαυση. Συγκυριακά, δε, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την επίσης ασπρόμαυρη, ελάχιστα επεξηγηματική εξερεύνηση της ωμής βίας, Λευκή Κορδέλα του Χάνεκε.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0