Το είδα στις Κάννες πέρυσι με μεγάλη ανυπομονησία και ούτε στιγμή δεν κατάφερα να ενθουσιαστώ. Όχι γιατί δεν προσφέρει λύση στη σπαζοκεφαλιά της απελπισμένης πορείας ενός θεατρικού σκηνοθέτη που, προσπαθώντας να ανεβάσει το έργο της ζωής του, βιώνει την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του, την άρνηση της θεραπεύτριάς του και τη σταδιακή απομάκρυνση της ερωμένης του. Ούτε διότι δεν ανακουφίζει με γλυκύτητα και καλοσύνη, σε έναν κόσμο δημιουργικά σκληρό και ψυχοφθόρο. Λυπήθηκα διότι η (εκκεντρική κρίση μεγαλείου) Συνεκδοχή του Κάουφμαν είναι ολότελα εγκλωβισμένη στο δημιουργικό της χάος. Είναι από εκείνες τις απόπειρες που ούτε προκλητικά παρακινδυνευμένες μπορείς να τις πεις (όπως το εξωφρενικόSouthland Tales του Κέλι, που έθαψε τα όνειρά του και πάλι στις Κάννες ένα χρόνο νωρίτερα), ούτε δαιμονισμένα πρωτοποριακό θα το χαρακτήριζες, λόγω των δεδομένων δανείων του από Φελίνι και Μπομπ Φόσι. Βασίζεται στην αποδόμηση της αφήγησης και το πεισματικό βέτο του Κάουφμαν στη ρεαλιστική γραμμικότητα.

Ο σεναριογράφος και πρωτάρης σκηνοθέτης θέλει να διαλύσει σαν δηλητήριο την πραγματικότητα του Κέιντεν Κόταρντ στη φούρια του θεατρικού του έργου, παραλληλίζοντας σε βαθμό ταυτοποίησης δυο κόσμους που μοιάζουν με αξεδιάλυτα δεμένους εφιάλτες. Προφανώς, η τρικυμία εντοπίζεται μόνο στο μυαλό του. Αμήχανος σκηνοθετικά, δεν διαθέτει τη σουρεαλιστική ματιά του Σπάικ Τζόουνζ, ο οποίος υπονόμευε υπομονετικά το Being John Malkovitch και τοAdaptation, διότι δεν χρειαζόταν να προσθέσει φιγούρα και κόλπα στις συλλήψεις του Κάουφμαν. Ταυτόχρονα ωστόσο, ο Τζόουνζ ανέβαζε το υλικό με κινηματογραφική αίσθηση και γραφή. Ο Κάουφμαν το χειρίζεται απαθώς, επίπεδα, και πολλές φορές μπερδεμένα. Ξαφνιάζει με κάποιες μεγάλες σεναριο-σκηνικές κατασκευές, και μετά τις αφήνει στη μοίρα τους. Προδίδεται από την έκθεσή του στη δράση. Τα σημεία του (οι πρωταγωνιστές, οι χώροι, ο λόγος) γίνονται τρόποι της παράστασης και εγκαταλείπουν τον κόσμο στον οποίο κατοικούσαν.

Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο, διότι κατά πάσα πιθανότητα εγώ, όπως και οι περισσότεροι που θα γράψουμε το κομμάτι μας για τη συγκεκριμένη ταινία, είμαστε μια συγγραφική κουκκίδα μπροστά στον καταιγισμό νοημάτων που γεννάει το μυαλό του Τσάρλι Κ - λίγος σεβασμός δεν βλάπτει. Αν μου επιτρέπει όμως, έχω να πω πως η Συνεκδοχή, παράφραση της πολίχνης Σινέκταντι της πολιτείας της Νέας Υόρκης, στην παλιά μας γλώσσα σημαίνει τη χρήση του μέρους αντί για το όλον, και στην ταινία του ο Κάουφμαν αναιρεί με τις αναγωγές τόσο πολλές φορές τον ορισμό που σκοτώνει το σύνολο για χάρη μιας τοπικής ιστορίας μικρής εμβέλειας (και μεγάλης νεύρωσης), που ποτέ δεν γίνεται οικουμενικό σχόλιο για το αιώνιο πρόβλημα του παρεξηγημένου, εσωστρεφούς δημιουργού - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Κι αν δείτε την ταινία, πείτε μας κι εμάς τι γίνεται, και κυρίως, αν νιώσατε τίποτε.