Οι φαν του τρόμου μπορεί να απολαμβάνουμε τα slasher, μα οφείλουμε να παραδεχτούμε πως είναι το υπο-είδος τρόμου με την πιο περιοριστική συνταγή για τον δημιουργό. Συνήθως ξεχωρίζουν για την κατασκευή τους και για τη φαντασία των ματωμένων set-pieces τους και σπάνια υπερβαίνουν το είδος τους − στην καλύτερη περίπτωση ενδέχεται να το σχολιάζουν. Αυτό το τελευταίο επιχειρεί το πολυσυζητημένο ντεμπούτο του Καναδού Κρις Νας, που ακολουθεί έναν τυπικό δολοφόνο του είδους από τη στιγμή που νεκρανασταίνεται. Κι όταν λέμε τον ακολουθεί, το εννοούμε.
Η γραμματική της ταινίας παραπέμπει περισσότερο σε arthouse σινεμά, με νεκρούς χρόνους και τον φακό να ακολουθεί τον κεντρικό χαρακτήρα κατά πόδας. Το ηχοτοπίο της δεν περιλαμβάνει μουσική, απαρτίζεται από τους ήχους τους δάσους, από ουρλιαχτά κι από τα φρικιαστικά εφέ της σάρκας που σκίζεται. Ο Νας ακολουθεί αυτό τον τρόπο πιστά, κάποτε στα όρια της αυταρέσκειας, και καταφέρνει να αποδραματοποιήσει όσα συμβαίνουν, ελαττώνοντας μεν την ένταση για μερίδα του κοινού, αλλά καταδεικνύοντας την εξοικείωσή μας με την απεικόνιση της βίας, την αποβολή κάθε συναισθήματος προς όσα συμβαίνουν, πέρα από εκείνο της αποστροφής ή/και της ευχαρίστησης – το σφαξίδι απευθύνεται σε πολύ γερά στομάχια και σκληροπυρηνικούς οπαδούς του gore στοιχείου.
Κάπως έτσι λειτουργούν τα slasher. Στην πραγματικότητα είμαστε με το μέρος του δολοφόνου, θέλουμε να δούμε τους χαρακτήρες να σφάζονται με ευρηματικούς και αιματηρούς τρόπους και οι δημιουργοί φροντίζουν να κάνουν τα θύματα αρκετά αντιπαθητικά, ώστε να μην έχουμε ενοχές γι’ αυτή μας την επιθυμία. Κι αν στα λοιπά slasher καθόμαστε ασυνείδητα στη θέση του χειροκροτητή των φονιάδων, με την προσαρμογή της συνταγής στα απολύτως απαραίτητα και την παραλλαγή της φόρμας ο Νας θέλει να το συνειδητοποιήσουμε, μας παρακινεί να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αναλογιστούμε τον τρόπο λειτουργίας του είδους. Όχι, δεν καταφεύγει στον μεταμοντερνισμό, πετυχαίνει τον στόχο του διά της απογύμνωσης, αποσπώντας και μερικές βαθύτερες ανατριχίλες στο μεταξύ, σαν το βλέμμα ενός χαρακτήρα όταν συνειδητοποιεί ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και επιλέγει τον τρόπο που θα έρθει, για να καταλήξει, τελικά, στο σημείο που ήθελε εξαρχής να αποφύγει.
Κι έπειτα, στο τελευταίο μέρος, μια αλλαγή στο POV μάς θυμίζει ότι ο τρόμος μπορεί να έρθει μόνο διά της συναισθηματικής εμπλοκής. Όσοι θεατές δεν έχουν βγει εκτός ταινίας από την αυστηρότητα της γραφής, την αυταρέσκεια της επανάληψης και τον παραγκωνισμό της παραδοσιακής δραματουργίας, θα βρεθούν να κρατούν ακόμα και την ανάσα τους σε αυτά τα τελευταία λεπτά, υπό τον φόβο της επανεμφάνισης της απειλής, τα απάνθρωπα έργα της οποίας έχουν μελετήσει ήδη σε βαθμό εξοικείωσης.
Αντιλαμβανόμαστε ότι το πάντρεμα ενός «φεστιβαλικού» κινηματογραφικού στυλ με ένα θέαμα συνδυασμένο με τον χαβαλέ και την καφρίλα περιορίζει τον αριθμό των θεατών που θα αγκαλιάσουν το εγχείρημα, αλλά, στα μάτια μας, πρόκειται για το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έχει συμβεί στο slasher από την εποχή του πρώτου Scream.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0