Η Χήρα δεν ενδιαφέρεται να κρύψει τον βασικό σεναριακό της μηχανισμό, αφού τον αποκαλύπτει νωρίς, ήδη από το τρέιλερ. Κυρία ευγενέστατη και φινετσάτη χάνει την τσάντα της στο μετρό, νεαρή αφελής (Κλόε Γκρέις Μόριτζ) την επιστρέφει, όμως όλο αυτό δεν ήταν τυχαίο, αλλά πράξη ενός δολώματος που έχει φτιάξει η κυρία για να αναζητήσει υποκατάστατο συντροφιάς.

 

Περισσότερο, λοιπόν, από το μενού της πλοκής, ενδιαφέρει το σερβίρισμα, με τον βετεράνο Νιλ Τζόρνταν (Το παιχνίδι των λυγμών) να ξέρει πως στα χρόνια που ζούμε το στοιχείο του σοκ δεν έχει την ίδια δύναμη με το παρελθόν, αφήνοντας χώρο στην Ιζαμπέλ Ιπέρ για μία από τις πιο απολαυστικές παρωδίες Γαλλίδας σε αγγλόφωνη ταινία.

 

Η Ιπέρ, έχοντας ως βούτυρο στο ψωμί την επέκταση των ορίων φευγάτων ηρωίδων, υποδύεται μια γυναίκα που είχε ως όνειρο να εκπαιδευτεί (κυριολεκτικά!) με γαλλικά και πιάνο και να μεταλαμπαδεύσει αυτό το πρότυπο γυναίκας στη νεότερη γενιά, με τραγικές συνέπειες.

 

Η κίνησή της, όταν παριστάνει τη στερεοτυπική Γαλλίδα, είναι παροιμιώδης, χωρίς να ξεχνά παράλληλα ότι είναι ο villain της ταινίας, μεταδίδοντας την ατμόσφαιρα του φόβου τις σωστές στιγμές.

 

Με τον χαρακτήρα της ως κατάλληλο οδηγό και επιμέρους λεπτομέρειες, όπως η επίσης διασκεδαστική χίπστερ συγκάτοικος του θύματος, Μάικα Μονρόε, το αστικό αυτό θρίλερ που υπό άλλες συνθήκες θα παιζόταν ξημερώματα στην τηλεόραση ως επιλογή ανάγκης αποκτά οντότητα και νεύρο, έχοντας παράλληλα επίγνωση της ελαφρότητάς του.