Η Ζωή Μετά είναι μια ταινία που ορθώς δεν δίνει απάντηση στα ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί. Με αφορμή τον θάνατο, περιγράφει τη λαχτάρα τριών ανθρώπων για τις συγκεκριμένες απαντήσεις και μιλάει για το πεπρωμένο. Ο Πίτερ Μόργκαν (Βασίλισσα, Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκοτίας) έγραψε το σενάριο αμέσως μετά τον ξαφνικό θάνατο ενός καλού του φίλου. Έφτασε στα χέρια του Στίβεν Σπίλμπεργκ κι εκείνος (αποφεύγοντας, ίσως, το ρίσκο ενός τόσο ολισθηρού θέματος;) σκέφτηκε αμέσως τον Ίστγουντ, με τον οποίο είχαν ήδη συνεργαστεί στο Ίβο Τζίμα, για τη σκηνοθεσία. Σαν άτυπο homage στον Σπίλμπεργκ, ο Ίστγουντ γύρισε την πρώτη μεγάλη σκηνή του έργου αλά Σπίλμπεργκ! Σε αυτήν τη σεκάνς, η Μαρί, μια διάσημη ρεπόρτερ και παρουσιάστρια της γαλλικής τηλεόρασης, κάνει βόλτα σε ένα παραθαλάσσιο σοκάκι της Ινδονησίας όταν παρασύρεται από ένα τσουνάμι. Τα κύματα την πλακώνουν, χτυπάει το κεφάλι της στην προσπάθειά της να επιπλεύσει και να σώσει ένα παιδάκι και σχεδόν πνίγεται, βλέποντας το περίφημο φως που περιγράφουν όλοι όσοι βγαίνουν ζωντανοί από μια near death εμπειρία.

Κι ενώ είναι καθηλωτικός ο τρόπος που κινηματογραφεί μια τεχνικά τόσο περίπλοκη σκηνή ( από τις αξέχαστες στιγμές της δεκαετίας) ένας δημιουργός που, πέρα από την ηλικία του, δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια, άλλο τόσο ανησυχητική είναι η διάθεσή του να μας δείξει έστω και μια υποψία από το λαμπερό τούνελ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Στο πρώτο κιόλας τέταρτο της ώρας νομίζεις πως θα δεις ένα δράμα με στοιχεία περιπέτειας σε τροχιά μεταφυσικού θρίλερ. Περιπέτεια δεν έχει άλλη, δράμα φυσικά είναι, αλλά το μεταφυσικό κομμάτι θα παραμείνει η θολούρα της ταινίας, μια αδυναμία έκφρασης και επιχειρηματολογίας. Κοινώς, ο Ίστγουντ έπεσε στην παγίδα που έστησε, με την ευγενική πρόφαση των ερωτημάτων που έλεγα στην αρχή. Η πλοκή, η οποία δεν κάνει περιττά πισωγυρίσματα, διανέμεται σε τρία βασικά πρόσωπα. Εκτός από τη Μαρί, η οποία αναθεωρεί τη σχέση της με έναν τηλεοπτικό παραγωγό, τις επαγγελματικές της προτεραιότητες, και αποφασίζει να ψάξει βιβλιογραφικά την πιθανότητα της μετά θάνατον ζωής, πρωταγωνιστεί ο Τζορτζ, ένας αποτραβηγμένος άνδρας που διαθέτει «κληρονομικό» χάρισμα, ωστόσο δεν αντέχει άλλο να παριστάνει το μέντιουμ, αν και δεν είναι τσαρλατάνος, παρά την επιμονή του αδελφού του να συνεχίσει στο επάγγελμα που τους αποδίδει χρήματα.

Η ψυχική του επαφή με τους θλιμμένους και πενθούντες τον φθείρει, καθώς, κάθε φορά που τους αγγίζει, αισθάνεται σε όλο του το κορμί τον τεθνεώτα από τον άλλο κόσμο. Προτιμά να ζει μόνος και αδρανής, αντί να ρισκάρει μια σχέση που μοιραία και ανθρώπινα θα τον ξαναφέρει στη δύσκολη θέση να επικοινωνήσει με τους νεκρούς (όπως συμβαίνει με την περίπτωση ενός σύντομου φλερτ με την Μπράις Ντάλας Χάουαρντ). Το τρίτο πρόσωπο είναι ένα μικρό παιδί στην Αγγλία, ο Μάρκους, ο οποίος χάνει τον δίδυμο αδελφό του ξαφνικά και αυτόματα χάνει την πυξίδα και τον φάρο του, το σωματικό και ψυχικό σημείο αναφοράς του. Η Μαρί (Σεσίλ ντε Φρανς), ο Τζορτζ (Ματ Ντέιμον) και ο Μάρκους θα συναντηθούν μέσω του Ντίκενς, των βιβλίων και, πάνω απ' όλα, της μοίρας, με έναν τρόπο εντελώς ιστγουντικό, αφαιρετικό, σχεδόν φυσικό, και με ελαφρύ, μαύρο χιούμορ, κάτι που ελαφρύνει μια ομολογουμένως ζοφερή ιστορία.

Μερικά στοιχεία λειτουργούν σωστά στο δράμα. Στα τρία πρόσωπα, για παράδειγμα, είναι σοφά μοιρασμένα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Η Μαρί είναι ανήσυχη και φλογερή, αναστατώνεται και ξεκινά από την αρχή, ούσα και η μόνη που γεύτηκε την ψύχρα του θανάτου. Ο Τζορτζ είναι ο μεσάζων, ένας άνθρωπος που θεωρεί πως δεν είναι προικισμένος, αλλά καταραμένος. Ο Ματ Ντέιμον είναι πάντα ικανός να σβήσει τις μηχανές του για να μας πείσει πως η ενδιάμεση τοποθέτησή του απαιτεί μια συναισθηματική ουδετερότητα που οφείλει να εκφράσει με μια επαχθή αξιοπρέπεια. Ο Μάρκους είναι ο θλιμμένος της ιστορίας, ένα μικρός μισός άνθρωπος που φοβάται πως ποτέ δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί όπως περίμενε. Αν και ο θεωρητικά αδύναμος κρίκος, λόγω ηλικίας είναι αυτός που θα κινήσει γη και ουρανό για να πάρει την απάντηση που θέλει. Ο Τζορτζ, αναγκαστικά, παίρνει τη θέση του Ίστγουντ.

Το πρόβλημα είναι πως σε τέτοια ταινία, αν ο σκηνοθέτης δεν πάρει καμιά θέση, το κενό είναι ηχηρό και δεν μαζεύεται. Διότι δεν πρόκειται για μια από τις πολλές ταινίες του Ίστγουντ όπου η ηθική των ανθρώπων έρχεται σε σύγκρουση με το δίκαιο, τις περιστάσεις και τις αδυναμίες τους, αλλά θίγεται ένα από τα μεγαλύτερα και αναπάντητα μυστήρια του κόσμου. Ελαφρώς χριστιανός, ο Ίστγουντ πετάει πάντα σπόντες από την πλευρά του καθολικού, ωστόσο εδώ δεν μπορεί να βρει το κατάλληλο έδαφος, καθώς δεν επιθυμεί να τοποθετηθεί - και ορθώς πράττει. Αν όμως δεν θέλεις να προπαγανδίσεις τα πιστεύω σου, τότε, ως σκηνοθέτης ταινιών, πρέπει να τοποθετηθείς μέσω της σύμβασης της ταινίας, δηλαδή με ένα είδος.

Γι' αυτό και στον Εξορκιστή, για παράδειγμα (και παραμένει ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα, όσο κι αν κάποιοι το υποβιβάζουν πλέον σε ένα ξεπερασμένο όργιο αντανακλαστικού τρόμου), ο Φρίντκιν επιστράτευσε τους κώδικες του θρίλερ και του ντοκιμαντέρ για να βγάλει λάδι την πίστη στη μάχη της έναντι των δαιμόνων. Και στην Έκτη Αίσθηση ο Σιάμαλαν έκανε ένα μελό φρίκης, όπου η ψευδαίσθηση (;) του μικρού παιδιού που έβλεπε νεκρούς ήταν δεδομένη. Ο Ίστγουντ κάνει ένα ρεαλιστικό δράμα που το μπερδεύει με τις σύντομες φλασιές της μετάβασης στην άλλη ζωή. Πιστεύει ή όχι; Άλλο διακριτικός κι άλλο απών και ασταθής. Και παρά την κομψότητα, μοιάζει με κέρμα που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη χαραμάδα.

Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 6 Ιανουαρίου.