Η πρώτη φορά που το γαλλικό σινεμά ασχολήθηκε με τον Μερίν ήταν το 1984, όταν ο παραγωγός του Κλοντ Σαμπρόλ, ο Αντρέ Ζενοβέ, προσπάθησε να αποτυπώσει τη διαδρομή του κακοποιού από την αφάνεια προς τα πολλαπλά φονικά και την πειραγμένη διασημότητα, με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό της Comedie Française Νικολά Σιλμπέργκ. Ελάχιστοι είδαν την ταινία εκείνη. Με την αναβάθμιση του γαλλικού κινηματογράφου σε μικρή βιομηχανία πλούσια σε genres, ένα κελεπούρι όπως ο Μερίν δεν θα ξέφευγε εύκολα από τον μεγάλο προϋπολογισμό και την παχυλή παραγωγή. Είναι τόσο μεγάλο το υλικό, που ο παραγωγός Τομάς Λανγκμάν μαζί με τον σκηνοθέτη Ζαν Φρανσουά Ρισέ αποφάσισαν να χωρίσουν την ταινία σε δύο, χρονολογικά και υφολογικά, μέρη. Το πρώτο ξεκινάει από το τέλος, χωρίς να δίνει πολλές εξηγήσεις. Ένας παχουλός Μερίν με περούκα και γυαλιά ηλίου, σε ένα αυτοκίνητο με μια γυναίκα, πέφτει θύμα ενέδρας και εκτελείται από μυστικούς αστυνομικούς. Άδοξα και ξαφνικά έπεσε η αυλαία ενός ανθρώπου που ταλαιπώρησε περισσότερο απ' ό,τι ταλαιπωρήθηκε. Διότι, απ' ό,τι βλέπουμε στην πρώτη ταινία, ο Ζακ Μερίν προερχόταν από εργατική οικογένεια και ψήθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας, συνήθισε στα όπλα και τη βία, προφανώς τραυματίστηκε ψυχικά όπως και πολλοί συνάδελφοί του και γυρνώντας στην πατρίδα, αντί να καταντήσει δημόσιος υπάλληλος, έγινε δημόσιος κίνδυνος, και μάλιστα νούμερο 1. Πώς; Αργά και σταθερά. Γνώρισε τον νονό Γκουίντο (Ζεράρ Ντεπαρντιέ, αλά Κορλέονε μικρής πιάτσας, σε ένα ρόλο που του προκαλεί ευχάριστο χαχανητό κάτω από το μοχθηρό χαμόγελό του), ξεκίνησε με «μαύρες» παραγγελιές, ειδικεύτηκε στις ληστείες και τις εν ψυχρώ δολοφονίες, και κάνοντας μπόλικη φυλακή σταδιακά, έχτισε χαρακτήρα, και απέκτησε ψευδαισθήσεις επαναστάτη, κάτι που φαντάζομαι θα φανεί στο δεύτερο μέρος, που χρονολογικά ξεκινάει μετά το εκδικητικό του χτύπημα στις σαδιστικές καναδικές φυλακές και την επάνοδό του στα πάτρια παριζιάνικα εδάφη το 1972.

Ο Ρισέ δεν κρίνει τον Μερίν. Το ρίσκο της απόστασης είναι μεγάλο και συνολικά δεν αποδίδει. Η ταινία παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή με τεχνική αρτιότητα που καμουφλάρει μια ανέμπνευστη αφήγηση. Όλα καλά, αλλά με φλύαρη ακρίβεια, καθώς δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο γίνεται το οτιδήποτε. Φυσικά, όταν δεν υπάρχει κανονικός λόγος, θα έπρεπε να υπάρχει μυστήριο, ή κινηματογραφική ματιά. Ο Ρισέ δεν τη διαθέτει, ούτε πιστεύει πως κάποιο πέπλο μυστηρίου κάλυψε τις πράξεις του Μερίν. Πέρα από την επένδυση στον Βενσάν Κασέλ, που τα δίνει όλα και εκπέμπει την αντιφατική αύρα ενός προφανώς ασπόνδυλου όντος: ο Μερίν του δεν είναι ο κλασικός ψυχοπαθολογικός εγκληματίας με το στραβό πρόσωπο και τα σάλια στο στόμα ή το βλέμμα-παγωμένο λεπίδι, αλλά ένας χαμαιλέοντας (εξού και ο χαρακτηρισμός «Ο Άνθρωπος με τα Χίλια Πρόσωπα» λόγω των επιτυχημένων μεταμφιέσεών του) και αστάθμητος παράγοντας που, κατά τους κινηματογραφιστές, δεν κάθεται ποτέ σε ησυχία για να ανιχνευθεί η γενεσιουργός αιτία του κακού στο σύστημά του.

Περισσότερο από την τελετουργία και τη διαδικασία, ο Ρισέ νοιάζεται για την παράθεση των γεγονότων, ρίχνοντας ελάχιστο φως στο διά ταύτα. Όπως, για παράδειγμα, για τη σχέση του με τη Ζαν Σναϊντέρ, το θηλυκό του alter ego. Τη γνώρισε σε ένα μπαρ και έγιναν μέσα σε μερικά κινηματογραφικά δευτερόλεπτα η Μπόνι και ο Κλάιντ του καιρού τους. Η Σεσίλ ντε Φρανς, με το τσιγάρο στο λυγισμένο χέρι και την μπάσα φωνή, είναι μια από τις κορυφαίες καρικατούρες των τελευταίων χρόνων, όπως και όλες οι γυναίκες που υποτίθεται καθορίζουν τη συναισθηματική ζωή του Μερίν. Ο διαβόητος γκάνγκστερ παρουσιάζεται σαν μια μηχανή του θανάτου, με τρόπο πιο αμερικάνικο απ' ό,τι θα ονειρεύονταν οι Αμερικανοί συνάδελφοι του Ρισέ. Ελπίζοντας πως το δεύτερο μέρος, που επικεντρώνεται στο πώς ο Μερίν κατάφερε να χειραγωγήσει τα μέσα ενημέρωσης και να φτιάξει το προφίλ του Ρομπέν των Φτωχών, δίνοντας λεπτομερείς αριστερίζουσες συνεντεύξεις και πτώματα στην έκπληκτη δημοσιότητα, θα κοντοσταθεί λίγο παραπάνω στο χαρακτήρα.