Οι τρεις διαφορετικές ιστορίες καλύπτουν μια περίοδο 20 χρόνων, αλλά κυρίως τρεις πολύ διαφορετικές περιόδους της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, εκφράζοντας κάποια από τα συναισθήματα που είχαν οι κάτοικοι της περιοχής ανά περίοδο. Οι ηθοποιοί που υποδύονται τους διαφορετικούς ήρωες κάθε μέρους είναι οι ίδιοι, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ιστορίες που συνέβησαν και οι δημιουργοί έμαθαν ή άκουσαν από κάπου, όντας απλές, που αντανακλούν όμως την ξεχωριστή ψυχολογία κάθε εποχής και θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Σε μια υπέροχη αντίστιξη, μάλιστα, συμβαίνουν όλες σε θερινή περίοδο, με την ομορφιά της φύσης που τις φιλοξενεί να αναδεικνύεται συνεχώς και να σκεπάζει το πικρό θέμα τους.

 

Στην πρώτη ιστορία του 1991 επικρατεί η ανασφάλεια και η ανάγκη για βιαστικές επιλογές υπό τον φόβο του πολέμου, στη δεύτερη, του 2001, τα απωθημένα και το απαραίτητο ξέσπασμα για όσα έγιναν και στην Τρίτη, του (μακρινού σε σχέση με τον πόλεμο) 2011, η απαραίτητη ανάγκη για συγχώρεση και συμβιβασμούς που μπορεί να φέρει μια νέα αρχή. Η ένωσή τους είναι ευρηματική, καθώς κατεστραμμένα κτίρια ως λάφυρα του πολέμου συνδέουν την πρώτη δεκαετία και νεόκτιστα κτίρια, δείγματα πρώιμης ανάπτυξης, συνδέουν τη δεύτερη. Το κοινό τους στοιχείο είναι η επιρροή του μίσους που υπάρχει σε ένα ανώτερο, εθνικό επίπεδο και πώς αυτό επηρεάζει απλές ιστορίες με διαφορετικές εκφάνσεις της αγάπης, από τον νεανικό έρωτα μέχρι τη γονική σχέση. Για τον κάθε ήρωα ο εχθρός έχει την ονομασία «οι άλλοι» και οι άλλοι πάντα φταίνε για την προσωπική του δυστυχία. Όσο έντονη είναι, μάλιστα, αυτή η εικόνα στο ξεκίνημα του φιλμ, όπου νέοι υπό τις ιαχές του πολέμου δεν μπορούν να φτιάξουν τη ζωή τους λόγω των άλλων, τόσο ελαστικότερη γίνεται προς το τέλος, όπου τονίζεται η σημασία της αυτοκριτικής πάνω στις πράξεις του καθενός και μάλλον εξάγεται το σημαντικότερο συμπέρασμα από τον Μάτανιτς: δεν μπορούν να φταίνε μόνο οι άλλοι, είτε σε καιρό πολέμου είτε σε καιρό ειρήνης.