Η ταινία αφηγείται τις περιπέτειες του Γκούσταβ Χ, ενός θρυλικού θυρωρού σε ένα διάσημο ευρωπαϊκό ξενοδοχείο μεταξύ των πολέμων, και του Ζίρο Μουσταφά, του νεαρού που δουλεύει στο λόμπι, ο οποίος γίνεται ο πιο πιστός του φίλος. Η ιστορία περιλαμβάνει την κλοπή και την ανάκτηση ενός ανεκτίμητου πίνακα της Αναγέννησης και τη μάχη για μια τεράστια οικογενειακή περιουσία – όλα αυτά στο υπόβαθρο μιας ηπείρου όπου όλα αλλάζουν ξαφνικά και δραματικά.

 

Η καλύτερη ταινία του Γουές Άντερσον αποτελεί αποθεωτική συνισταμένη του γνωστού, αποσπασματικού, ξερού και off χιουμοριστικού του στυλ, με καταπληκτικό σχεδιασμό, υπέροχα χρώματα, ονειρικά ντεκόρ, έναν καλοκουρδισμένο θίασο από τους αγαπημένους του ηθοποιούς και νέες, ορεξάτες προσθήκες, καθώς και, για πρώτη ίσως φορά, μια ευρύτερη οπτική γωνία. Η ιστορία του θυρωρού Γκουστάβ και του βοηθού του είναι ταυτόχρονα μια αναπόληση στην παρακμάζουσα αριστοκρατία της παλιάς Ευρώπης και τους σπόρους των μεγάλων προβλημάτων που με πόνο και κόπο θερίζουμε σήμερα.

 

Το ξενοδοχείο, ένα θέρετρο της καλής κοινωνίας, γίνεται θέατρο συμφερόντων και σκηνικό ιδιότυπου θρίλερ με πολλές ανατροπές σε ένα πλούσιο και παλαβό σενάριο, με πολλούς κακούς, αρκετούς παρατηρητές και λίγους, θαρραλέους ήρωες, αντιστασιακούς στο φινάλε, που οι πρότερες πράξεις τους δεν προδιέθεταν για την αναπάντεχη συνέχεια. Ο Ρέιφ Φάινς δείχνει την κλάση και την ευαισθησία του, ενώ πολυάριθμοι guests, από τον Μπομπ Μπάλαμπαν και τον Έϊντριαν Μπρόουντι μέχρι τον πιο ουσιαστικό Φ. Μέρι Έϊμπρααμ, υπηρετούν την υπόθεση αγόγγυστα. Νομίζω πως με το Ξενοδοχείο Grand Budapest ο Γουές Άντερσον ολοκληρώνει την περίοδο του σινεμά του όπως το γνωρίζουμε και θα είναι κρίμα να μην «πετάξει» σε άλλους τόπους με τη δεδομένη επινοητικότητα και τη μοναδικά λοξή του ματιά.