Ο πιο γνωστός Μαρτσέλο του παγκόσμιου κινηματογράφου, ήδη διάσημος στα τέλη των ’50s, υποδύεται έναν άλλο Μαρτσέλο στο La Dolce Vita των αρχών της αμέσως επόμενης δεκαετίας, δισυπόστατο και ανασφαλή, από τη μια επιρρεπή στο επάγγελμα του ρεπόρτερ κουτσομπολιών της ιταλικής Cafe Society των πλούσιων και διάσημων της ιταλικής πρωτεύουσας και από την άλλη ανομολόγητα επίδοξο συγγραφέα με ευαισθησίες και ανθρωπιά – ένας κοσμικός Ιανός που δεν θέλει αιωνίως να εξαφανίζεται κάτω από τον συρφετό ανθρώπων που λατρεύει να σιχαίνεται αλλά λαχταρά να αφήσει ένα λογοτεχνικό αποτύπωμα, ένα χνάρι πολιτισμού σε μια κοινότητα αγενών.

 

Ο Φεντερίκο Φελίνι κάνει τη μεγάλη τομή στην καριέρα του με μια ταινία χωρίς εμφανή πλοκή, ορατούς άξονες ή οικεία αίσθηση αφηγηματικού ακαδημαϊσμού και εύκολης γραμμικότητας, δραπετεύοντας φαινομενικά ατάκτως από τον νεορεαλισμό και τις κλασικές γραμμές. Τι πιο ταιριαστό από τον συμβολικό, φωτογενή κληρονόμο μιας μπερδεμένης ιστορικής κληρονομιάς στην πόλη που γέννησε διανοητές και φαύλους, ήρωες και καθάρματα, λαμπρή ακμή, και γνώρισε βροντερή πτώση και εντυπωσιακή αναγέννηση. Σε επτά κεφάλαια, συν μερικές ακόμη κινηματογραφικές υποσημειώσεις, ο Μαρτσέλο διασχίζει όργια, θαύματα, τραγωδίες, πάρτι και ωραίες γυναίκες: η Γλυκιά Ζωή δεν είναι απλώς μια ταινία για τη χυμώδη Έκμπεργκ στη Φοντάνα ντι Τρέβι, που ούτως ή άλλως παραμένει σκηνή-ορόσημο, ούτε για τον αστραφτερό κόσμο των σταρ και της αριστοκρατίας, όσο λαχταριστά κι αν σκηνοθετείται.

 

Προοίμιο του δικού του, ακόμα πιο αποδομητικού Οκτώμισι, του φυσικού του sequel Grande Bellezza του Πάολο Σορεντίνο αλλά και της σύγχρονης διαπόμπευσης της ιδιωτικής ζωής για χάρη μιας ωραίας πόζας ή τα περίφημα 5 λεπτά δημοσιότητας, το εντυπωσιακό και πρωτοποριακό έργο του Ιταλού σκηνοθέτη πραγματεύεται και προφητεύει το απόλυτο κενό που ισχύει σήμερα και προχωρά, διαβρωτικά, ακάθεκτο. Και σε μια πιο ακροβατική ερμηνεία, είναι η πρώτη selfie στην ιστορία του σινεμά, ένα ναρκισσιστικό ημερολόγιο από αυτοτροφοδοτούμενα στιγμιότυπα και εξαιρετικές στιγμές, δεκαετίες πριν από την καθιέρωση του όρου.

 

Ο Φελίνι, εκτός του ότι λάνσαρε τον όρο «παπαράτσο» σε αυτήν την ταινία, τα είπε όλα για τον 21ο αιώνα ήδη από το 1960, αντιμετωπίστηκε κάπως χλιαρά στις Κάννες (εύλογα θεωρήθηκε κούφιο ένα έργο με επίμονο το μοτίβο της κενότητας ως κεντρικό θέμα), κέρδισε ωστόσο τον Χρυσό Φοίνικα και το Όσκαρ κοστουμιών για τον Πιέρο Γκεράρντι από τις συνολικά 4 υποψηφιότητες, και έστρεψε με γούστο, υπαρξιακό χιούμορ και υποδόριο σαρκασμό τον καθρέφτη στην επιδεικτική κοινωνία του θεάματος.