Η Λόλα είναι ανύπαντρη μητέρα ενός επτάχρονου αγοριού και ζει με την ελπίδα ότι ο πατέρας του Μισέλ, ο οποίος την εγκατέλειψε όταν ήταν έγκυος, θα επιστρέψει. Περιμένει, τραγουδάει, χορεύει κι ενίοτε αγαπά τους ναύτες που περνούν. Πριν εκραγεί σε χρώμα και τραγούδια με τις Ομπρέλες του Χερβούργου, ο Ζακ Ντεμί έκανε το ντεμπούτο του με την αφιερωμένη στον Μαξ Οφίλς, Λόλα, ένα μιούζικαλ χωρίς μουσική, όπως περιγράφει ο ίδιος την ταινία του, στη μελαγχολική Νάντη των παιδικών του χρόνων. Η Λόλα μάς εισάγει με το καλημέρα στο σύμπαν του Ντεμί, μια γλυκόπικρη τραμπάλα ανάμεσα στα πραγματικά αισθήματα, το αμερικανικό σινεμά (οι τίτλοι αρχής με τη λευκή λιμουζίνα, τον τύπο με το Στέτσον και τον Μπετόβεν να υποχωρεί στη νευρώδη επένδυση του Μισέλ Λεγκράν), τη φαντασία, το χαρακτηριστικό ennui της εποχής και το πεπρωμένο.

Η Λόλα προέρχεται από τη συνονόματη ηρωίδα του Γαλάζιου Αγγέλου με την Ντίτριχ και η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι ευγενική χορηγία του Ραούλ Κουτάρ, οπερατέρ του Γκοντάρ - μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που γεφυρώνει το Νέο Κύμα με τα εξωτερικά γυρίσματα σε δρόμους, με το εκλεπτυσμένο ρετρό του Ντεμί. Η πιο ενδιαφέρουσα αντίθεση είναι, ωστόσο, ο Ρολάν, ένας νέος που βαριέται και ψάχνει την ευκαιρία, και η Λόλα, μια κομψευόμενη πεταλούδα από μιαν άλλη εποχή. Το κοντράστ αυτό χαρακτηρίζει το γοητευτικό και αγέραστο σινεμά του Ζακ Ντεμί, έναν καινοτόμο που πάντα πειραματιζόταν με το σινεμά, αν και έκρυβε μέσα του ένα παλιό κύτταρο κι ένα παιδί, τον Jacquot de Nantes.

Η «Λόλα» δεν κολλάει ούτε στιγμή, παραμένει μια όμορφη, αγέραστη γυναίκα, που, όπως και στην τελευταία σκηνή, κοιτάζει προς τα πίσω, βλέπει τον άνδρα που την ψάχνει, αναλογίζεται μια ωραία πιθανότητα που όμως απομακρύνεται, σαν ανάμνηση που έσβησε πριν γεννηθεί, και συνεχίζει τον δρόμο της, χαμογελώντας μ’ ένα καθησυχαστικό νεύμα.