Με τη συμβολή του πολύπειρου πρύτανη της νεοβρετανικής κομεντί Ρίτσαρντ Κέρτις, το σενάριο της συνέχειας του «Mamma Mia» είναι επεξεργασμένο με πιο διακριτό επαγγελματισμό και μεγαλύτερη ευφυΐα από το αδιάντροπο τζουκμπόξ τραγουδιών των Abba, που ήταν η original ανθολογία.

 

Η μητέρα, η μία και μοναδική Ντόνα, σχεδόν απουσιάζει, διότι έχει φύγει από τη ζωή μόλις έναν χρόνο πριν η κόρη της ανοίξει επιτέλους το ξενοδοχείο των ονείρων της στο παραλιακό Καλοκαίρι, αλλά η παρουσία του κεντρικού χαρακτήρα παραμένει καταλυτική, αφού όλος ο θίασος αναφέρεται στο αδάμαστο πνεύμα της και η ταινία πηγαινοέρχεται στον χρόνο:

 

Παράλληλα με τις προετοιμασίες για τα εγκαίνια και τις αφίξεις που αναμένονται, οι ρευστά μονταρισμένες αναδρομές εστιάζονται στο 1979, όταν η νεαρή Ντόνα (Λίλι Τζέιμς) αποφοιτά, εγκαταλείπει προσωρινά τις κολλητές της και μέλη του συγκροτήματος των Dynamos, οδηγείται σαν από κάρμα στο παραθαλάσσιο ρημάδι που έμελλε να γίνει ο απόλυτος προορισμός της ζωής της και γνωρίζει τους τρεις άνδρες της ζωής της.

 

Τα τραγούδια των Abba που περίσσεψαν ή δεν χώρεσαν στο πρώτο μέρος του «Mamma Mia» παρελαύνουν σε μερικά δυναμικά μουσικοχορευτικά και η Τζέιμς ανακατεύει σωστά ενέργεια και τη μελωμένη μελαγχολία μιας νέας γυναίκας που γνωρίζει τι θέλει και δεν θα κάνει συμβιβασμούς για να το αποκτήσει.

 

Το «Mamma Mia, here we go again» σίγουρα ανακυκλώνει πρόσωπα και ήχους από το πρωτότυπο, βαδίζοντας σε προβλέψιμα αστροστρωμένο μονοπάτι, αλλά είναι καλύτερα δεμένο και τα έχει όλα

 

Η πλοκή, πάντα διακεκομμένη από μουσικά ιντερλούδια που πλέον δημιουργούν μια ξεχωριστή κατηγορία, το ανάδελφο «είδος Abba Musical» διατρέχεται από το αναμενόμενο DNA αισιοδοξίας και το κερασάκι στην πολύχρωμη τούρτα είναι η έλευση της γιαγιάς, της αρτίστας του Λας Βέγκας, Σερ, η οποία καταπλέει λέγοντας «mes enfants, je suis arrivée», διότι είναι η Σερ και μπορεί να λέει ό,τι θέλει!

 

Η φωνή της, βέβαια, ακούγεται αναλλοίωτη. Αυτή η μπλουζ κοντράλτα παραμένει μάχιμη, παρά την απαράλλαχτη όψη και τα εξωφρενικά ντυσίματα, πείθοντας πως κατά τύχη δεν είχε ταυτιστεί μέχρι τώρα με το τραλαλά σύμπαν του σουηδικού συγκροτήματος.

 

Το «Mamma Mia, here we go again» σίγουρα ανακυκλώνει πρόσωπα και ήχους από το πρωτότυπο, βαδίζοντας σε προβλέψιμα αστροστρωμένο μονοπάτι, αλλά είναι καλύτερα δεμένο και τα έχει όλα.

 

Από τη Μέριλ Στριπ σε περίπου δύο τραγούδια, τους τρεις μνηστήρες και τους νεανικούς τους κλώνους, τις φιλενάδες με τα αντίστοιχα κορίτσια που τις υποδύονται, τον Ντόμινικ Κούπερ, τον Άντι Γκαρσία σε λατινοκλισέ, αν και διασκεδαστική, εμφάνιση, ως τον Πάνο Μουζουράκη που τραγουδάει ως leader μιας ροκ μπάντας στο ερσάτζ (λόγω γυρίσματος στην Κροατία και όχι στη χώρα μας...) ξενομανούς ελληνικού συγκροτήματος στα '70s στην Ελλάδα, και μάλιστα με μαύρη μουσικό στα πλήκτρα! Fun μελό, χωρίς να απολογείται.