Ορισμένοι εργοδότες παρέλειψαν να κάνουν τις απαραίτητες γραφειοκρατικές διατυπώσεις, με αποτέλεσμα ο Σερζ να πρέπει ή να εξαγοράσει τα ένσημα που λείπουν ή να τα μαζέψει. Μετά από παρότρυνση της Κατρίν, αποφασίζει να βγάλει από το γκαράζ την «αραχνιασμένη» αγαπημένη του μοτοσικλέτα, το Μαμούθ, και να γυρίσει στα μέρη που έζησε και δούλεψε στο παρελθόν. Στη διαδρομή τον στοιχειώνει η «παρουσία» ενός μεγάλου έρωτα που είχε τραγικό τέλος - η παγωμένη, ματωμένη Ιζαμπέλ Ατζανί επιτέλους σε έναν ρόλο που διακόπτει τις υστερικές εμφανίσεις της και αναδεικνύει τη φαντασματική ομορφιά της. Το ταίριασμά της με τον Ντεπαρντιέ μετά από πολλά χρόνια είναι μια από τις παράδοξες χαρές μια ταινίας που δεν είναι καθόλου χαρούμενη. Το αντίθετο: διασχίζει μια γαλλική εξοχή που μοιάζει περισσότερο με την Αμερική της Καρδιάς του χειμώνα, με έναν αξιοσημείωτα ψύχραιμο και πάντα τολμηρό Ντεπαρντιέ (να τον παίζει στον επίσης εξηντάρη ξάδελφό του;) που θυμίζει ένα προϊστορικό θηρίο σε καταστολή, έναν άνθρωπο που σκαλίζει απρόθυμα το παρελθόν ξυπνώντας ασχήμιες και απλήρωτους λογαριασμούς με την ψυχή του. Ιδιότυπη, χειροποίητη κωμωδία, πέραν του μαύρου και του στερεότυπου, που ερευνά ακριβώς αυτό, δηλαδή το δικαίωμα ενός μη ξεχωριστού ανθρώπου να διεκδικήσει ένα κομμάτι ομορφιάς στο συνονθύλευμα των λαθών του. Από τον Λούκας Μούντισον, που εδώ αποφασίζει να το ρίξει λίγο έξω, και καλά κάνει, αν και δεν μπορεί να γλεντήσει κιόλας, ενδεχομένως λόγω ισχυρά σκανδιναβικής ιδιοσυγκρασίας.