Μαζί με το Καταφύγιο, το Μάρθα είναι η καλύτερη αμερικανική ανεξάρτητη ταινία της χρονιάς, ένα θρίλερ που ταυτόχρονα καταφέρνει να είναι υπαρξιακό δράμα, με ηρωίδα μια νέα κοπέλα που υπνοβατεί ανάμεσα στη χαμένη παιδική της ηλικία και την κακοποιημένη της ψυχή. Ενώ θα ήταν μάλλον απλούστερο ν’ αποδοθεί το οδοιπορικό ενός white trash νέου κοριτσιού με αδρές γραμμές κι εντονότερο σασπένς, ειδικά επειδή εμπλέκεται σε μια ομιχλώδη αίρεση, ο σκηνοθέτης Σον Ντέρκιν είναι ακόμη πιο αξιέπαινος, καθώς αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν σε μια κατάσταση κινηματογραφικής αναμονής μέχρι το τελευταίο πλάνο. Η Μάρθα, που αλλάζει ονόματα για να υποκαταστήσει την ταυτότητα που αναζητά, παρασύρεται σαν φτερό στον άνεμο και γοητεύεται από τον αμφίβολης ποιότητας ηγέτη της θρησκευτικής αίρεσης που μοιάζει με χίπικο απολειφάδι σε πιο οικολογική εκδοχή. Δείχνει να βρίσκει ένα αποκούμπι, ωστόσο το καμπανάκι μέσα της είναι αυτό που την κάνει να αποφεύγει την ύστατη αυτοκαταστροφή - είναι το γονίδιο του ανένταχτου σε συνδυασμό με μια αποστροφή προς κάθε μορφή οικογενειακής και κοινωνικής εξουσίας. Η Μάρθα δεν είναι τίποτε συγκεκριμένο: δεν τη λες καλή ή αγαθή, όμως δεν υπακούει και δεν έχει μάθει ν’ ανταποδίδει. Πολλά κομμάτια μέσα της παλεύουν για να ισορροπήσουν, και τελικά συμπεριφέρεται σαν κυνηγημένο αγρίμι. Η φυσική της ομορφιά τής δημιουργεί προβλήματα και η αδελφή της μυρίζεται το πρόβλημα που θα δημιουργήσει με τον άντρα της και διατηρεί τις αμφιβολίες της. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια ταινία να περιγράψει τον ψυχισμό ενός ανθρώπου που δεν έχει σκοπό (συνεπώς και πρωτόκολλο) στη ζωή του, χωρίς ν’ αφεθεί στον μαίανδρο μιας περιπλάνησης χωρίς νόημα. Η κάμερα του Ντέρκιν συλλαμβάνει τον τρόπο που η Ελίζαμπεθ  Όλσεν δοκιμάζει τα όρια τα δικά της και των γύρω της, με την ανησυχία πως όλα μπορεί να πάνε στραβά. Η Όλσεν, νεότερη αδελφή των διδύμων που έγιναν γνωστές από έναν ρόλο και πάμπλουτες από τις επιχειρήσεις τους, είναι διάφανη και σκληρή, μια ώριμη ηθοποιός, παρά τα 22 της χρόνια.