Ο Φατίχ Ακίν ποτέ δεν τοποθετήθηκε εκτός πολιτικής στις ταινίες του, αλλά με το Μαζί ή Τίποτα κάνει την ισχυρότερη πολιτική του δήλωση, έστω κι αν προβληματιστούν όσοι επιθυμούν καθαρές κινηματογραφικές λύσεις.

 

Χωρισμένο σε τρία μέρη, το δράμα ξεκινά όταν ο σύζυγος και ο μικρός γιος της Κάτια ανατινάζονται από στοχευμένη βομβιστική επίθεση.

 

Στο δικαστήριο, ο Ακίν, μέσω του σεναρίου του, λέει αυτά που πιστεύει για τη γερμανική κοινωνία και την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στη συλλογική ηθική ευθύνη και στην εφαρμογή της ευνομούμενης δημοκρατίας.

 

Προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, η Κάτια περνάει τα επώδυνα στάδια της απώλειας, την ίδια στιγμή που το πένθος της διακόπτεται βίαια από την αρνητική στάση της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της έρευνας για τα αίτια και τους ενόχους.

 

Ο σύζυγός της, ο κουρδικής καταγωγής Νούρι, είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί για διακίνηση ναρκωτικών και η επιχείρηση που είχε στήσει ήταν μια έκφραση της κοινωνικής μεταμέλειας και της αλλαγής του τρόπου ζωής του.

 

Ερευνώντας το παρελθόν του, οι Αρχές υποψιάζονται ξεκαθάρισμα λογαριασμών: ισλαμιστές τρομοκράτες, συμμορίες, ακόμη και Αλβανούς, εκτός από τους προφανείς δράστες.

 

«Οι ναζί σκότωσαν τον άνδρα μου» ωρύεται η Κάτια, ώσπου ένα νεαρό ζευγάρι που σχεδίασε την επίθεση οδηγείται σε δίκη κι εκεί αρχίζει το μεσαίο κομμάτι της ταινίας, με την Κάτια ανάμεσα στην ψυχική ανάρρωση και τα βέλη που δέχεται από τον σαρκαστικό συνήγορο υπεράσπισης των κατηγορουμένων ‒ τον υποδύεται απολαυστικά ο Γιοχάνες Κρις, σε μια έξυπνα μεθοδευμένη πλατφόρμα αποκατάστασης της αλήθειας.

 

Στο δικαστήριο, ο Ακίν, μέσω του σεναρίου του, λέει αυτά που πιστεύει για τη γερμανική κοινωνία και την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στη συλλογική ηθική ευθύνη και στην εφαρμογή της ευνομούμενης δημοκρατίας.

 

Επιλέγοντας μια πολύ λευκή γυναίκα, πρόδηλα τευτονικής «καταγωγής» γυναίκα, όπως η Κάτια, ο Ακίν προκαλεί περισσότερο τους αντιπάλους να την αντιμετωπίσουν με περιφρόνηση και δευτερεύον μίσος.

 

Είναι μια παραστρατημένη Άρια που μπλέχτηκε με έναν «λεχρίτη», θα πρέπει να σκέφτηκαν όχι μόνο οι ορκισμένοι νοσταλγοί του Χίτλερ αλλά, σιωπηλά, πολλοί συντηρητικοί χριστιανοδημοκράτες νοικοκυραίοι.

 

Και σαν να πραγματεύεται μια σύγχρονη τραγωδία, ο Ακίν επιζητεί την κάθαρση μέσα από τους θεσμούς ως νομοταγής πολίτης, θέτοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό.

 

Η Κρούγκερ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, και κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πλασαριστεί στην πεντάδα των πρώτων γυναικείων ρόλων στα Όσκαρ.

 

Γι' αυτό και κυνηγά τη λύτρωση στο τρίτο μέρος, εκτός των συνόρων της χώρας του, στην Ελλάδα, βρίσκοντας το φιτίλι στο παράρτημα του νεοναζισμού στη χώρα μας, τη Χρυσή Αυγή, με εκφραστή τον, άμα τη εμφανίσει, εξαιρετικά φοβιστικό Γιάννη Οικονομίδη.

 

Σεναριακά (και πολιτικά) συμφωνώ απόλυτα με το φινάλε που σκέφτηκε ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης, αφού έβαλε την Κάτια/Κρούγκερ να βρει μόνη της την άκρη σε μια χώρα άγνωστη προς αυτήν και ελάχιστα ηλιόλουστη, τουριστική και κλισέ, όπως απαιτούν οι περιστάσεις.

 

Δεν επινόησε μια πιθανότητα τερματισμού αλλά έναν δόκιμο επίλογο, καθόλου αυθαίρετο, αν και όχι συμπαθή ή αρεστό. Ωστόσο, ο σκηνοθετικός του ρυθμός είναι πεσμένος όσο περιπλανιέται στις ελληνικές ημιαστικές και αγροτικές περιοχές (τόσο οικείες σ' εμάς και περίπου εξωτικές για τους υπόλοιπους θεατές) και χάνει το focus που έχτισε με ορμή και ένταση στα δυο τρίτα.

 

Αυτή που δεν χάνει beat είναι η Κρούγκερ σε μια απρόσμενα εντυπωσιακή ερμηνεία, στην πρώτη (!) της εμφάνιση σε γερμανόφωνη παραγωγή. Κυριαρχεί σε κάθε πλάνο του Μαζί ή Τίποτα και μεταδίδει την απόγνωσή της χωρίς τον συνήθη λατίνικο μελοδραματισμό, σκληρά και ορμητικά, σαν μια λογική γυναίκα που δεν θέλει να καταβληθεί από μια ανεξήγητη αδικία.

 

Σε αυτό το πνεύμα κινείται και στο τρίτο μέρος, έχοντας «αποτοξινωθεί» από τις μάταιες κινήσεις στη χώρα της και τις απαραίτητες συναντήσεις με τους ανθρώπους που της έχουν απομείνει.

 

Η Κρούγκερ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, και κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πλασαριστεί στην πεντάδα των πρώτων γυναικείων ρόλων στα Όσκαρ. Αλλά όλες οι καλές δεν χωράνε.