Η ταινία του Χαμέντ, που βασίζεται σε ένα μπεστ σέλερ, πρέπει να καταχωρηθεί ως τομή στο αιγυπτιακό σινεμά, κυρίως επειδή θίγει την πολιτική διαφθορά, την έκτρωση, την ισλαμική τρομοκρατία και την ομοφυλοφιλία, γεγονός ανήκουστο για τα δεδομένα της χώρας. Μέσα από πολλές ιστορίες στο ιστορικό μέγαρο Γιακουμπιάν, σύμβολο της ανώτερης τάξης στο μεσοπόλεμο, η ταινία προσπαθεί να παντρέψει την παλιά νοοτροπία με τις ραγδαίες αλλαγές, και το υλοποιεί, με την ένωση στο φινάλε ενός γυναικά κληρονόμου ενός άχρηστου τίτλου με μια άδολη νέα γυναίκα.

Η τεχνική στη σεναριακή δομή και το σκηνοθετικό μελόδραμα δανείζεται τα βασικά χαρακτηριστικά της σαπουνόπερας, η παραγωγή αγκομαχάει σε κάθε σκηνή να αποδείξει πόσο εύρωστη είναι, με τράβελινγκ και γερανούς, εκτεταμένη χρήση μουσικής ακόμη και σε σημεία που δεν είναι απαραίτητο, και οι ερμηνείες από μερικούς πασίγνωστους ηθοποιούς της Αιγύπτου αναπαράγουν την παραδοσιακή υπερβολή, την αφέλεια και την ανθρωπιά του παλιού κόσμου που πονηρεύεται και γαλίφικα παλεύει με τα ταμπού και το ξεμυάλισμα του πλουτισμού και της καλοπέρασης, κόντρα στις θρησκευτικές αξίες και τον πολιτικό εκμαυλισμό.

Κινηματογραφικά, το αποτέλεσμα είναι αγρίως άνισο και κουραστικό. Η ταινία φαντάζει αφελής στα δυτικά μάτια, όπως και τα μιούζικαλ του Μπόλιγουντ που πάντα αδυνατούν να μιλήσουν την παγκόσμια κινηματογραφική γλώσσα, και παραείναι μακρόσυρτη. Είναι ένα επιμελημένο ντοκουμέντο, μια πύλη σε μια κουλτούρα που με τη σειρά της καταγράφει το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται, ένα αξιοσημείωτο βήμα προς κάτι διαφορετικό, αλλά η συμβολική της αξία συναγωνίζεται το συμβολισμό της ταξικής διαστρωμάτωσης και της υφολογικής σύγκρουσης.