Το tagline του είναι «μην το δείτε μόνοι», και, επειδή το είδα μόνος, σας διαβεβαιώνω πως στριμώχτηκα, ανέβασα σφυγμούς και ανασηκώθηκα στην καρέκλα, χασκοψάχνοντας σκιές που παραφυλάνε στη γωνία.

Η φήμη της ταινίας Μεταφυσική Δραστηριότητα γεννήθηκε από στόμα σε στόμα, και ειδικότερα μέσα από διαδικτυακές ανταλλαγές απόψεων μετά από περιορισμένες προβολές σε μικρές πόλεις, κολέγια και μικρά φεστιβάλ. Από μικρό φαινόμενο μετατράπηκε σε κλασική ταινία τρόμου με εισπράξεις ιλιγγιώδεις, αν αναλογιστεί κανείς πως σύντομα θα πολλαπλασιάσει την επένδυσή της κατά 10.000 φορές (από 10.000 δολάρια κόστος σε 100 εκατομμύρια και βάλε box office, μόνο στις ΗΠΑ).

Πρόκειται για ένα απλό ημερολόγιο, γυρισμένο σε ένα σπίτι, με δυο πρωταγωνιστές, την Κέιτι και τον Μίκα. Η Κέιτι είναι σίγουρη πως υπάρχει κάτι ή κάποιος στο σπίτι και ο Μίκα που την αγαπάει, αλλά δεν τη συμμερίζεται απαραίτητα, ξεκινάει μια καταγραφή των δραστηριοτήτων τους με μια βιντεοκάμερα, για να διαπιστωθεί πως αυτό το «πράγμα» δεν βρίσκεται μόνο στο μυαλό της. Ένας ειδικός τούς επισκέπτεται και τους δίνει κάποιες επιστημονικοφανείς εξηγήσεις γύρω από τη διαφορά των φαντασμάτων και των δαιμόνων και μετά από μια ήσυχη εισαγωγή, που απαιτεί την υπομονή του θεατή, όντως κάτι κινείται, ιδίως τη νύχτα, στο υπνοδωμάτιό τους. Η Κέιτι είναι πεπεισμένη πως ο επισκέπτης που ακούνε και οι δύο και αχνά αποτυπώνεται ηχητικά και οπτικά στην κάμερα δεν είναι απομεινάρι του σπιτιού, αλλά ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού της που δεν θα την αφήσει ήσυχη, ακόμη κι αλλάξει κατοικία. Πρέπει να το αντιμετωπίσει και σταδιακά χάνει την ψυχραιμία της, ενώ ο Μίκα την προστατεύει όσο μπορεί και βάζει το μηχανάκι να δουλεύει για να εντοπίσει μέσα από τον φακό την παρουσία του. Ο ειδικός επί των μεταφυσικών θεμάτων επιστρέφει μετά από επιμονή του ζευγαριού, αλλά δεν αντέχει ούτε λεπτό στο βεβαρημένο σπίτι.

Στο τελευταίο ημίωρο, ο τρόμος είναι απλωμένος σαν το σκοτάδι και σκορπίζεται παντού, χωρίς να συμβαίνει κάτι συγκλονιστικά ανατρεπτικό. Καταρχάς, είναι ενδιαφέρουσα η πιστευτή χρήση του home video - όλη η ταινία, όπως και το Blair Witch Project, συνίσταται από υποκειμενικά πλάνα, τραβηγμένα από τους υποτίθεται ερασιτέχνες κινηματογραφιστές. Αντίθετα, ωστόσο, από αυτήν και άλλες συναφείς ταινίες, όπως το Cloverfield και το Rec, ο άνθρωπος που τραβάει δεν είναι ζορισμένα και ακροβατικά γαντζωμένος από το κόκκινο κουμπάκι της βιντεοσκόπησης μέχρι τελικής πτώσεως, όταν το θανατικό ή ο όλεθρος ζώνει την παρέα. Όχι πάντα, τουλάχιστον. Στην τελευταία μεγάλη σκηνή, η λύση κλιμακώνεται ερήμην οπερατέρ, με την κάμερα στημένη στη μόνιμη θέση της, με θέα το κρεβάτι και τον διάδρομο που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα. Ο Όρεν Πέλι γνωρίζει πότε να ξεκινάει και να σταματάει, τις στιγμές που πρέπει να στήσει την κάμερα και να αφήσει τον θεατή να ακούσει για λίγο την ανάσα του. Δημιουργεί το εφέ του ματιού του κυκλώνα, εκεί όπου στροβιλίζονται η πραγματικότητα και το παλιό καλό μεταφυσικό παιχνίδι. Ο Πέλι βάζει τα πάντα μέσα, υστερία, κυνισμό, άρνηση, πλακίτσα, υπαινικτικές σκιές και απότομους γδούπους, ένταση και απάθεια. Μπορεί το στυλ να μοιάζει με μια οικογενειακή ταινία που βρίσκει κάποιος ξεχασμένη σε ένα πατάρι, αλλά το πνεύμα (όπως και το πνεύμα που σε κάποια φάση σκαρφαλώνει στο πατάρι) παραπέμπει ευθέως στον Εξορκιστή - η Κέιτι είναι μια ενήλικη Ρέιγκαν που δεν τιμωρείται από ένα σατανικό δαιμόνιο και η θρησκεία δεν αναφέρεται πουθενά.

Φυσικά, ο Φρίντκιν είχε τα χρήματα, την έμπνευση και το κινηματογραφικό background να ανακατέψει στυλιζάρισμα και ντοκιμαντέρ για να προκαλέσει σοκαριστική αποστροφή με παγανιστικό υπόβαθρο, ενώ ο Πέλι αποφεύγει να δηλώσει την καταγωγή του κακού. Η ηρωίδα, που ενσαρκώνεται πειστικότατα από την άγνωστη πρωταγωνίστρια, είναι μια γυναίκα που αισθάνεται πως δεν μπορεί να αποφύγει μια δυσοίωνη εξέλιξη και μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο φόβος της είναι τόσο βαθύς που μπορεί να εξωτερικευτεί. Γι' αυτό και η ταινία τρυπάει το πανί και μεταδίδεται στον θεατή, χωρίς να καταφύγει σε εκζήτηση και υπερβολικές δηλώσεις. Και το κυριότερο, επαναφέρει στα ίσια του ένα δηλωμένα παραμυθάδικο είδος που έχει ταλαιπωρηθεί από απανωτές επαναλήψεις όλων των πιθανών και απίθανων κλισέ και έχει χύσει τόνους αίματος, χωρίς να βγάζει τρόμο. Ούτε καν γέλιο...