Ο Κένεθ Λόνεργκαν, ένας εξαιρετικός σεναριογράφος που σκηνοθέτησε το You can count on me, γίνεται ένας εξίσου πλήρης σκηνοθέτης, πάντα σε δικό του σενάριο, με το Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα, μια ακόμη τραγωδία, που, όπως και το ντεμπούτο του το 2000, πραγματεύεται τη σύνδεση με το επώδυνο παρελθόν και τις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις ανθρώπων που πασχίζουν να ξεπεράσουν ανυπέρβλητες απώλειες. Η πόλη δίπλα στη θάλασσα είναι το Μάντσεστερ της Μασαχουσέτης και ο ισόβια ραγισμένος πρωταγωνιστής είναι ο Λι Τσάντλερ, ένας λακωνικός, σβησμένος θυρωρός στο Κουίνσι, λίγο έξω από τη Βοστώνη, που φαίνεται να κουβαλάει ένα ανείπωτο κακό, ένα άχθος που δεν προθυμοποιείται να μοιραστεί με κανέναν. Ο θάνατος του αδελφού του αναγκαστικά τον φέρνει στη γενέτειρά του και ελλείψει μητέρας, ο ανιψιός του, ο Πάτρικ, μένει ουσιαστικά ορφανός. Τον λόγο που ο Λι πανικοβάλλεται όταν βλέπει πως δεν υπάρχει άλλη λύση παρά να αναλάβει εκείνος την κηδεμονία του Πάτρικ τον μαθαίνουμε με σταδιακές αναδρομές, αποσπασματικές, αλλά εύγλωττες, σαν κομμάτια και θρύψαλα μιας ζωής που κόπηκε απότομα και άφησε μια βαθιά χαραγματιά στην ψυχή του Λι. Γνωρίζουμε τη γυναίκα του, τα τρία του παιδιά, για ποιον λόγο είναι μόνος, ταυτόχρονα και τη σχέση του με τον αδελφό του και τον Πάτρικ, με τον οποίο τα πήγαιναν πάντα καλά, ψάρευαν και αστειεύονταν, έπαιζαν και στήριζε ο ένας τον άλλο. Ο Πάτρικ, ένα 17χρονο αγόρι που παίζει σε μια ροκ μπάντα, «παίζει» με δύο γκόμενες, είναι μέλος της ομάδας του χόκεϊ και δεν έχει κανέναν λόγο να μετακομίσει στο Κουίνσι, όπως του προτείνει ο Λι, προβάλλει ενεργητική αντίσταση στον αντιπερισπασμό της διαφυγής. Έχει μόλις χάσει τον πατέρα του, κρατάει σχετική επαφή με την πολύ προβληματική μητέρα, αλλά δίνει ώθηση προς τα εμπρός – δεν έχει άλλη επιλογή από το να ζήσει, σε πείσμα του Λι που εκρήγνυται άτσαλα και βίαια για να κρύψει τις ρωγμές ή να τις αντιμετωπίσει.

 

Ο Λόνεργκαν έχει πιάσει εντυπωσιακά υψηλό επίπεδο στην ανάπτυξη όλων των χαρακτήρων, ακόμη και των εντελώς περιφερειακών που εμφανίζονται για μερικά δευτερόλεπτα

 

Η ερμηνευτική σχέση του Κέισι Άφλεκ με τον Λούκας Χέτζες, που παίζει τον Πάτρικ, είναι ένα από τα μεγάλα ατού της ταινίας. Ώρες-ώρες, είναι σαν να βλέπουμε τον Μπεν Άφλεκ με τον Ματ Ντέιμον (που είναι παραγωγός της ταινίας) να τσακώνονται, όπως τα αδέλφια έχουν την άνεση να κάνουν, στη γειτονιά τους, με αυτό το χαρακτηριστικά βοστωνέζικο τράβηγμα στην προφορά. Μοιάζουν όντως με συγγενείς που ρίχνονται σε μια μάχη επικράτησης και μιλάνε ανοιχτά για τα πάντα, εκτός από τον ελέφαντα στο δωμάτιο, ο μικρός γιατί είναι έφηβος που καταλαμβάνεται από κάψα, μοναξιά, απελπισία κι εφηβική μανία μαζί, και ο μεγάλος γιατί αδυνατεί να πενθήσει ως ενήλικας και να ντιλάρει την απώλεια. Στη φλέβα των Συνηθισμένων Ανθρώπων του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και των Μυστικών της κρεβατοκάμαρας του Τοντ Φιλντ (η αντανάκλαση του θανάτου σε ανθρώπους που καλούνται να φερθούν εντός κόσμιων προδιαγραφών και ενός παράλογου πρωτοκόλλου), ο Λόνεργκαν έχει πιάσει εντυπωσιακά υψηλό επίπεδο στην ανάπτυξη όλων των χαρακτήρων, ακόμη και των εντελώς περιφερειακών που εμφανίζονται για μερικά δευτερόλεπτα, και φυσικά της πρώην συζύγου του Λι (η Μισέλ Γουίλιαμς, υπέροχη), η οποία, σε τρεις σκηνές όλες κι όλες, διατρέχει ισάριθμες φάσεις ζωής με καθαρότητα και θάρρος, αντίθετα από τον θολό τρόμο που εκπέμπει ο άνθρωπος που δεν κατάφερε να προχωρήσει όπως και όσο αυτή. Με μια στέρεη δομή και εξαιρετική χρήση των flashbacks, ο Λόνεργκαν βρίσκει πάντα τον σωστό χρόνο να παρατηρήσει λεπτομέρειες και αντιδράσεις με την κάμερά του, τις στιγμές που δηλώνουν πως το δράμα προχωράει, ακόμη κι αν ο Λι κάνει τα πάντα για να εξουδετερώσει τους υπόλοιπους, να τους παγώσει σαν το κρύο που κυριαρχεί στο παραθαλάσσιο, κουκλίστικο χωριό που ψιθυρίζει πίσω από την πλάτη του και του θυμίζει πως, πολύ παλιά, ήταν κι αυτός κομμάτι της μικρής κοινωνίας. Με τον Λούκας Χέτζις διάφανο και αποκαλυπτικό και τη Μισέλ Γουίλιαμς συγκινητικά ευθύβολη στα συναισθήματά της, το φιλμ δικαιωματικά ανήκει στον Κέισι Άφλεκ: δεν πρόκειται για μία από εκείνες τις wow ερμηνείες, τις προφανείς, που γιορτάζουν την πιο θεατρική πλευρά του ταλέντου ενός ηθοποιού. Ωστόσο βάζω στοίχημα πως θα τον σκέφτεστε για καιρό – το βλέμμα του στέκεται σαν κόμπος στον λαιμό. Ο θεατής θα αναρωτηθεί πόσο πόνο μπορεί να σηκώσει η καρδιά ενός χτυπημένου από τη μοίρα (και μάλιστα από το ίδιο του το χέρι), αν αξίζει να μείνει ζωντανός και αν αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να διαχειριστεί μια ζωή στον αυτόματο, φορτωμένη με τη θλίψη της καθολικής κουλτούρας των τύψεων και της λύτρωσης, στην προκείμενη περίπτωση, άχαρη και άνιση.