Σκληρό πορτρέτο ενός παιδεραστή, το Μίκαελ είναι μια ταινία που έντεχνα κρατάει την απόσταση απ’ το προφανές (δηλαδή να κρίνει αρνητικά το τέρας και να συμπονέσει το παιδί). Αυτό γίνεται για να καταδειχθεί η καθημερινή ιεροτελεστία μιας παρά φύσιν συμβίωσης, όπου κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί έναν άνδρα που κινείται κανονικά στις βασικές κοινωνικές υποχρεώσεις του, καθώς επίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβει αν, στις κοινές τους βόλτες, ο Μίκαελ και ο Βόλφγκανγκ δεν είναι πατέρας και γιος. Η τυπικότητα στα διαδικαστικά δημιουργεί σταδιακό τρόμο στον θεατή, διότι το μήνυμα λαμβάνεται χωρίς κινηματογραφικά επιθέματα κι η επανάληψη ενισχύει την αγωνία κι εμβαθύνει στην απέχθεια. Ο Σλάιζνερ, που έχει μαθητεύσει δίπλα στον Χάνεκε και τον Σάιντλ, σχολιάζει το κοινωνικό φαινόμενο της συμβιωτικής παιδοφιλίας (σε αντίθεση μ’ εκείνη όπου ο δράστης αποπλανεί και ασελγεί σε ανήλικα παιδιά σε εξωτερικούς χώρους) μ’ έναν τρόπο που μας τοποθετεί στην καρδιά του ψυχισμού του δράστη, επιλέγοντας να μην αποσπάσει το βλέμμα από την ίδια την πράξη και να εντυπωσιάσει - το σεξ υπονοείται στην ταινία. Η απόπειρα του παιδεραστή να ποζάρει ως «κανονικός» πολίτης και να δικαιολογήσει τη διαστροφή του, σπιτώνοντάς την, ενοχλεί ακόμα περισσότερο από σοκαριστικές, υπερτονισμένες εικόνες. Με λίγα λόγια, κινηματογραφώντας τα προφανή (τις δουλειές που κάνουν στο σπίτι, τις κοινές συνήθειες που αποκτούν κι εκτελούν μηχανικά) κι όχι τ’ απόκρυφα (αυτά που γίνονται στο υπόγειο του προαστιακού σπιτιού), αποφεύγει το προφανές, δηλαδή αυτό που θα περίμενε κάποιος, διαβάζοντας το θέμα της ταινίας. Μια ακόμη λεπτομέρεια που φανερώνει τη σπουδή του Σλάιζνερ είναι το αντικαθρέφτισμα του ταραγμένου παιδιού σε μικρές σπασμωδικές κινήσεις του Μίχαελ, δείγμα του χαρακτήρα του αλλά και της αδυναμίας του να ξεφύγει απ’ το αδιέξοδο μιας τέτοιας αφύσικης, καταναγκαστικής σχέσης, αφού είναι και ο ίδιος έγκλειστος, όσο κι ένοχος.