Όμως, φέτος, προτού εγκαταλείψουν το Παρίσι, ο φίλος τους Λούντο τραυματίζεται σοβαρά σε ένα ατύχημα, γεγονός που οδηγεί σε μια αλυσίδα αντιδράσεων και ανάμεικτων συναισθημάτων. Οι διακοπές αυτές ωθούν τον καθένα από την παρέα να ανακαλύψει τι τον ενοχλεί και τι τον αναστατώνει. Είναι καιρός πλέον να «πέσουν οι μάσκες», να ειπωθούν αλήθειες και να παρθούν αποφάσεις.

Δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του Γκιγιόμ Κανέ, μετά το Αγάπα με αν τολμάς, αυτή η δραματική κομεντί συνόλου πατάει στο αγαπημένο είδος του σινεμά της παρέας, που εκτός από τους Αμερικανούς, αρέσει πολύ και στους Γάλλους - να θυμηθούμε τους Bronzes του Πατρίς Λεκόντ με τις δυο συνέχειες και το πρόσφατο Avant qu' il ne soit trop tard του Λοράν Ντισό. Και ποιος τολμά να αμφισβητήσει το εμπορικό ένστικτο του Κανέ μετά τα 5 και πλέον εκατομμύρια εισιτήρια που έκανε η ταινία στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς και παρά τις (ατελείωτες) δυόμισι περίπου ώρες που διαρκεί η ταινία αυτή;

Κανείς, αλλά ας επιτραπεί η, κάτι παραπάνω από απλή, επισήμανση της ομοιότητας της Μεγάλης Ανατριχίλας του Λόρενς Κάσνταν, με την αφορμή του νεκρού φίλου/καταλύτη, που εδώ είναι τραυματίας, και των τραγουδιών που εδώ χρησιμεύουν σαν δραματικό μοντάζ, ενώ στον Κάσνταν ήταν μια γενεαλογική τοποθέτηση που σηματοδοτούσε μια ολόκληρη κουλτούρα. Ο Κανέ είναι ευκολόπιοτος σκηνοθέτης, ρυθμικός όταν χρειάζεται, γνώστης του συναισθήματος, όπως αποδεικνύει η τελική σκηνή, όπου μεταξύ της υπερβολής και της αναμενόμενης συγκίνησης ξεπηδούν λεπτομέρειες με φινίρισμα στην εκτέλεση, πειστικές μέσα στην ολοφάνερη χειραγώγησή τους.

Το φιλμ Μικρά αθώα ψέματα μοιάζει περισσότερο επηρεασμένο από τα αμερικανικά σίριαλ, αυτά που κινούνται στη ζώνη ανάμεσα στο σαπούνι (soap opera) και την κατάσταση (sitcom), γι' αυτό και θυμίζουν μια αντίστοιχη ελληνική περίπτωση, εκείνη των σειρών του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όπου η αγάπη μπερδεύεται με τον κίνδυνο της αστικής αμαρτίας και ο θάνατος ή η υποψία του προκαλεί τύψεις, ενοχές και καλλίπυγο μελαγχολία.