Περίεργους κύκλους κάνoυν η μοναξιά και η δημιουργικότητα. «Ground control to Major Tom» τραγουδούσε ο Ντέιβιντ Μπόουι στο άλμπουμ που τον καθιέρωσε, το «Space Oddity» του 1969. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε κάνει θραύση το Space Odyssey του Κιούμπρικ, με ήρωα τον συναφή στο όνομα Ντέιβ Μπόουμαν, χαμένο στο διάστημα, παγωμένο στον χρόνο, κλεισμένο έξω από το διαστημόπλοιό του εξαιτίας του κακού υπολογιστή Χαλ. Δυο χρόνια αργότερα, γεννιέται ο γιος του Μπόουι, ο Ζόουι, και αφού μεγαλώνει στη μιζέρια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης (και στο μεταξύ έχει επαναφέρει το ονοματεπώνυμο στο βαφτιστικό Ντάνκαν Τζόουνς) γράφει και γυρίζει μια παραγγελιά για τον Σαμ Ρόκγουελ με θέμα έναν κοσμοναύτη της εργατικής τάξης, τον Σαμ Μπελ, ο οποίος δουλεύει στο φεγγάρι, με μοναδική παρέα τον υπολογιστή Γκέρτι, με τη φωνή του Κέβιν Σπέισι.

«Tell my wife I love her very much», σπαράζει στο φινάλε του τραγουδιού ο αστράνθρωπος του Μπόουι, και το ίδιο κάνει ο Σαμ Μπελ, όταν ανακαλύπτει ότι τα πρόσωπα που λαχταράει από τις φωτογραφίες είναι δανεικά και οι μνήμες του συνθετικές. Μιλάμε για την τέλεια ψυχανάλυση, με προϋπολογισμό μόλις 5 εκατομμύρια δολάρια, και μπόλικη δημιουργική φαντασία, που δεν αφορά τόσο τα τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά την εφαρμογή τους στα βασικά ανθρώπινα προβλήματα, τη μοναξιά, την αποξένωση, τον ερωτικό πόνο, τη νοσταλγία. Ο Ντάνκαν Τζόουνς επηρεάζεται σαφώς από τη φουρνιά των ταινιών εκείνων που δεν αποσκοπούσαν στη διαφυγή αλλά στην εμβάθυνση στο βάσανο του ανθρώπου που αναγκαζόταν να μεταναστεύσει εκτός πλανήτη για ένα καλύτερο μέλλον, ή απλά για μια δουλειά.

Παρόλο λοιπόν που η Οδύσσεια του Διαστήματος είναι η προφανής πρώτη ύλη για το Moon, με μια πλοκή που, σαν το υπο-αμλετικό Ρόζενκρατς και Γκίλντερστερν του Στόπαρντ, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τα έγκατα του φιλμ του Κιούμπρικ και από έξυπνη υποσημείωση έχει πάρει δική του ζωή, η ταινία του Τζόουνς, ένα παράξενα αυτοβιογραφικό ντεμπούτο, δεν είναι τόσο ψυχρή και φιλοσοφικά εσωστρεφής. Όπως το «Space Oddity» του μπαμπά Ντέιβιντ ξεκίνησε από την αποδέσμευση του γήινου από τα υλικά του δεσμά και κατέληξε να αντανακλά το προσωπικό του πρόβλημα με τα ναρκωτικά, έτσι και το Moon περιγράφει αρχικά ένα ον που κοντρολάρει την αποστολή του, αλλά στη συνέχεια θέτει ερωτήματα για τη φύση και την ταυτότητά του, μαχόμενο την ίδια του τη μοίρα.

Από τη θεωρία και την ασημένια σεληνιακή διακόσμηση, ο Τζόουνς το γυρνάει επιδέξια στο αγχωτικό δράμα, βασιζόμενος στις πιο ρεαλιστικές περιπέτειες τύπου Silent Running και Alien, ακροπατώντας στο κυκλωτικό αδιέξοδο φράσεων που παραπέμπουν σε Μάμετ, και παράλληλα αξιοποιώντας χωρίς επιδειξιομανία το τρικ της κλωνοποίησης του Σαμ Μπελ προς σεναριακό όφελος της ταινίας του. Αποτέλεσμα, μια επιστημονική φαντασία για ενήλικες, ένα obsessive διαστημικό δράμα, βαθιά υπαρξιακό, χωρίς να γίνεται πομπώδες, όπως το μεταφυσικά νεκροφιλικό Σολάρις.