Στο δίλημμα του τίτλου, Ride or Die, ο παραγωγός Τζέρι Μπρουκχάιμερ απαντά εμφατικά, εκ μέρους του συνεργάτη του Ντον Σίμπσον (που έφυγε νωρίς από τη ζωή, ακριβώς επειδή δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τη διαφορά), καβάλα μέχρι τελικής πτώσης, και αυτό ακριβώς κάνει η τέταρτη περιπέτεια των Κακών Παιδιών του Μαϊάμι. 30 περίπου χρόνια μετά το original, τα Bad Boys μεγάλωσαν, κάτι που γίνεται εμφανές στο πρώτο ημίωρο, όταν ο Μάρκους Μπερνέτ του Μάρτιν Λόρενς παθαίνει έμφραγμα, πηγαίνει κι έρχεται, και νομίζει πως έχει μετατραπεί σε ανίκητο μαχητή των δρόμων, που δεν τον σκιάζει κανείς φοβερός μάγκας, εκτός ίσως από τα σνακ και τα γλυκά, που οφείλει να κόψει μαχαίρι, και ο Μάικ Λόρι του Γουίλ Σμιθ τρέμει από κρίσεις πανικού, διασκεδάζοντας το περιστατικό ως ήσσονος σημασίας για να προχωρήσει σε πιο φλέγοντα θέματα. Το πρόβλημά τους αυτήν τη φορά είναι πως μετά την απώλεια του αγαπημένου τους αφεντικού στο αστυνομικό σώμα μπλέκουν σε μια πλεκτάνη διαφθοράς, δυσπιστούν απέναντι στους στενούς συνεργάτες τους, τους υποπτεύονται και τους επικηρύσσουν καλοί και κακοί, και ο μόνος που γνωρίζει τον εκτελεστή και μπορεί να τους οδηγήσει στο καρφί είναι ο κατάδικος γιος του Σμιθ, γνώριμος των καρτέλ και σκληρό καρύδι σαν τον πατέρα του.

 

Το τρίπτυχο sexy latin παλμός-γρήγορα αμάξια-εκκωφαντικό πιστολίδι βασιλεύει, και πάλι με το δίδυμο Αντίλ - Μπιλάλ στη σκηνοθεσία, και το Ride or Die ποντάρει στη νοσταλγία της γυαλισμένης αισθητικής ενός παρατεταμένου διαφημιστικού από τα ‘90s, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ο Λόρενς αρχίζει και μοιάζει επικίνδυνα με σκιά του παλιού του εαυτού, μιμούμενος τον παλιμπαιδισμό του Τρέισι Μόργκαν, ενώ ο Σμιθ επανέρχεται στην ενεργό δράση μετά το οσκαρικό περιστατικό του και κρύβεται στο δίχτυ ασφαλείας ενός γνώριμου περιβάλλοντος, ελπίζοντας να ισιώσει η σπιλωμένη εικόνα του – όταν ξεκινούσε, ήταν η πιο καυτή μεταγραφή από την τηλεόραση και τον «Fresh Prince of Bel Air» στο σινεμά δράσης. Σε ένα κουρασμένο vibe επαναλαμβανόμενων κλισέ, προδοσίας, απαγωγών, εξομολογήσεων, άφθονων και περιττών υπερβολών και φασαρίας από αέρος και ξηράς, με αυτοκινητοκυνηγητά και καταρρέοντα ελικόπτερα, οι σφαίρες ξαναπέφτουν σαν το χαλάζι, αντίθετα από τα αστεία που είναι ακριβοθώρητα – ξεχωρίζουν δυο μικρές στιγμές, η ατάκα του Λόρενς «it’s Jurassic Park for rednecks», όταν έρχεται αντιμέτωπος με έναν αλιγάτορα στη βαθιά Φλόριντα, και εκεί που ρίχνει σφαλιάρες στον Σμιθ για να συνέλθει, προφανώς σατιρίζοντας τη μπουνιά στον Κρις Ροκ. Η ταινία απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους μεγάλωσαν με τα Bad Boys και δεν εννοούν να αποχωριστούν μια ανάμνηση που χρονίζει σαν παιδική ασθένεια.