Αντίο, Καίσαρα, χαίρε, Νόα: Το «Βασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων» ξεκινά με την τελετουργική καύση του επαναστάτη πιθήκου, του αρχηγού που οδήγησε το είδος του σε μια ως εσχάτων μάχη εναντίον των καταπιεστών ανθρώπων, και μεταφέρεται 300 χρόνια μετά, ή «πολλές γενιές αργότερα», όταν οι άνθρωποι έχουν περιοριστεί σε πρωτόγονη κατάσταση και τα πιθηκοειδή έχουν χωριστεί σε φατρίες, για να επικεντρωθούμε στην ιστορία του νεαρού Νόα, της Φυλής του Αετού, που μαζί με την οικογένειά του έχουν δημιουργήσει μια ειρηνική κοινότητα. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν γορίλες επιτίθενται για να μαζέψουν σκλάβους, και μέσα στον χαμό ο Νόα προσπαθεί να βρει πατέρα και μητέρα σε ένα ταξίδι σε άγνωστο τόπο, παρέα με έναν ουρακοτάγκο μάλλον σοφό, απόστολο των αληθινών διδαγμάτων του Σίζαρ, και μια όμορφη νέα γυναίκα σε ημιάγρια φάση, η οποία αντιλαμβάνεται πως είναι προς το συμφέρον της να ακολουθήσει τους καλούς.

 

Η ταινία μιλάει για την επιβίωση, προσπαθώντας να εκκινήσει εκ νέου μια σειρά που φέτος κλείνει τα 56 χρόνια ζωής − είναι η μακροβιότερη κινηματογραφική αλληγορία για τον ρατσισμό, χωρίς αμφιβολία! Όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1968 (κατά σύμπτωση ταυτόχρονα με το «2001» του Κιούμπρικ, εκεί όπου οι πίθηκοι χρησίμευσαν στο πρώτο κεφάλαιο της μετάβασης από τον πρωτογονισμό στη λειτουργία του αντίχειρα, με το περίφημο μοντάζ από το κόκκαλο στο διαστημόπλοιο), το φιλμ του Φράνκλιν Σάφνερ κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον με την αντιστροφή ρόλων μεταξύ των ανθρώπων και των πρωτευόντων, με το πανέξυπνο σοκ του «what if» στο φινάλε, εκτός από το σκάνδαλο της εποχής, το φιλί του μάτσο Τσάρλτον Ίστον με μια ευγενική και καλλιεργημένη κυρία του ζωικού βασιλείου.

 

Οι συνέχειες, με βασικό πρόσωπο τον Ρόντι Μακντάουελ και μια πιο b movie λογική, ήταν πολλές και απανωτές μέσα στα ‘70s, το remake του Τιμ Μπέρτον το 2001, με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ και τον Τιμ Ροθ, προσπάθησε να δώσει μια άλλη διάσταση στην πλοκή, ώσπου ήρθε το τρίπτυχο reboot του Ματ Ριβς, που διατήρησε υψηλά τα επίπεδα ενέργειας, με πρωταγωνιστές τον Τζέιμς Φράνκο, τον Γκάρι Όλντμαν, τον Γούντι Χάρελσον και φυσικά τον Άντι Σέρκις σε μια ακόμη αξιομνημόνευτη motion capture ενσάρκωση του Καίσαρα.

 

Κι ενώ πιστεύαμε πως το θέμα έχει εξαντληθεί, η εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων επιτυχία επιβάλλει μια ακόμη «ευκαιρία», με τον Γουές Μπολ στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο εκτελεστής της τριλογίας του «Maze Runner» γνωρίζει από στάνταρ αφήγηση μιας πολυπρόσωπης περιπέτειας, αλλά εδώ μένει το στάνταρ και λείπει η περιπέτεια. Το θέμα επικεντρώνεται στην έλλειψη ανθρωπιάς και γίνεται αυξανόμενα ειρωνικό όταν δεν το εφαρμόζουν άνθρωποι. Η μοναδική εκπρόσωπός μας, η Μέι (φοράει φθαρμένα αλλά ωραία, εφαρμοστά ρούχα, αλήθεια, πού τα βρήκε στη ζούγκλα;), το παίζει αμίλητο αγρίμι, αλλά κρύβει τις πραγματικές της προθέσεις, εκπλήσσοντας τον άβγαλτο Νόα και τον ενάρετο Ράκα όταν αρχίζει να μιλάει. Ευπροσήγορη και στοχοπροσηλωμένη, έχει στόχο ένα θησαυροφυλάκιο με θαμμένη ανθρώπινη τεχνολογία, εκεί όπου σκονισμένα απομεινάρια γνώσης και αδρανή εργαλεία πολέμου περιμένουν, σαν στωικά και πονηρά δισκοπότηρα, τον σωστό ή τον λάθος αποδέκτη. Δυσπιστεί στα θεριά, όπως κι εκείνα τη φοβούνται, και οι μικρές αναγνωριστικές στιγμές ανάμεσα σε εκείνη και τον Νόα, ένα κράμα ενστίκτου και ευαισθησίας, συγκαταλέγονται στα highlights μιας χρονικά παρατεταμένης, μάλλον αμήχανης επανεκκίνησης σε πολύ γνώριμα μοτίβα, δουλεμένης σε επαγγελματικά πλαίσια και προσεκτικής στις κινήσεις της.