Θεωρητικά και πρακτικά, δηλαδή σεναριακά και ψηφιακά, υπήρχαν πολλοί τρόποι να υπο/αντι/αποκατασταθεί ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, ο Αμερικανός ηθοποιός που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο το 2020 σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Ευτυχώς, ο Ράιαν Κούγκλερ και η τεράστια ομάδα πίσω από το σίκουελ του Μαύρου Πάνθηρα τίμησαν τη μνήμη του με ένα γεμάτο σεβασμό, βουβό, εξαιρετικής αισθητικής κολάζ που εμπλουτίζεται στο φινάλε με τη μουσική συνοδεία της Ριάνα, ξεκινώντας ακριβώς από το σημείο της αδόκητης αναχώρησής του από τα εγκόσμια, και μάλιστα εντάσσοντάς το στην πλοκή.

 

Η Σούρι είναι απαρηγόρητη που δεν μπόρεσε να τον κρατήσει στη ζωή και παρά τις προηγμένες επιστημονικές της γνώσεις δεν αναχαίτισε την ανίατη ασθένειά του. Έχοντας πλέον χάσει τον Τ’σάλα, και παλιότερα τον σύζυγό της, η βασιλομήτωρ Ραμόντα καλείται να κρατήσει τις ισορροπίες όταν αμφισβητούνται οι ειρηνικές προθέσεις της Γουκάντα σε μια αμερικανοκίνητη σύσκεψη των Ηνωμένων Εθνών με θέμα τους κινδύνους που εγκυμονεί το βιμπράνιο, αλλά και την ψυχραιμία της μόλις μαθαίνει ότι η κόρη της πήγε στις ΗΠΑ να διεκδικήσει μια νεαρή Αμερικανίδα που εφηύρε ένα μηχάνημα ανίχνευσης και εξόρυξης του πολύτιμου υλικού και τώρα βρίσκεται στα χέρια ενός φτερωτού υδάτινου θεού, ο οποίος ηγείται μιας γαλάζιας φυλής υποθαλάσσιων αυτοχθόνων, απομονωμένων σε φονικό βαθμό μυστικοπάθειας και αμείλικτα επιθετικών προς όσους απειλούν την εύθραυστη ηρεμία τους.

 

Ο Νάμορ, από τους πρώτους κακούς που σχεδίασε η Marvel στα κόμικ της, ένα παιδί που μεγάλωσε σκληρά και χωρίς αγάπη, όπως προδίδει το όνομά του, προειδοποιεί με τελεσίγραφα και το εννοεί, καθώς είναι προικισμένος με την ίδια υπερδύναμη που καθιστά αξιοζήλευτα προστατευτικούς και υπερήφανα αυτάρκεις του κατοίκους της φανταστικής αφρικανικής χώρας. Έτσι, ο εμφύλιος που χαρακτήριζε τον πρωτότυπο Μαύρο Πάνθηρα μετατοπίζεται σε μια απροσδόκητη διαμάχη ανάμεσα σε δύο καταπιεσμένους λαούς: η υποθαλάσσια μεγαλούπολη Ταλοκάν, δηλαδή το βασίλειο του Νάμορ που υποδύεται δυναμικά ο Μεξικανός Τενότς Χουέρτα, ομιλεί μια αρχαία μεσοαμερικανική διάλεκτο και παραπέμπει σε μια βυθισμένη Ατλαντίδα των Μάγια, προϊόν στυγνής αποικιοκρατίας, και φορτωμένη με μίσος εναντίον των σαρωτικών κατακτητών.

 

Το Wakanda Forever εξαφανίζει σχεδόν εντελώς του Αμερικανούς, επιλέγοντας μόνο μία αφρικανικής καταγωγής teenager, που εκμεταλλεύονται για ψίχουλα οι μυστικές υπηρεσίες σε ένα ακόμη βρόμικο παιχνίδι εξουσίας, ως μήλον της έριδος, την ώρα που κατηγορούν τους υπόλοιπους, στοχοποιούν τη Γουακάντα και παρακολουθούν τους πάντες, και φυσικά τον μοναδικό άξιο εμπιστοσύνης λευκό, τον ευσυνείδητο και ανθρωπιστή πράκτορας Έβερτ Ρος/Μάρτιν Φρίμαν.

 

Γίνεται σαφές πως η Αμερική της περιόδου που γέννησε την ταινία είναι ένα ερείπιο διχαστικής και γερασμένα παραμιλιταριστικής νοοτροπίας που αξίζει περιφρόνηση, γι’ αυτό και ο τρίτος κόσμος αναλαμβάνει δράση και πριμοδοτείται με ενέργεια. Το χρώμα της ταινίας είναι βασικά μαύρο και το γένος κυρίως θηλυκό. Εκτός από τη Ραμόντα και τη Σούρι, η ατρόμητη στρατηγός Οκόγιε (Ντανάι Γκουρίρε, έξοχη), η σταθερή πολεμίστρια Ανέκα και η μυστικών αποστολών Νάκια (Λουπίτα Νιόνγκο), που στρατολογείται από την αυτοεξορία της, κρατούν το δόρυ στην εμπροσθοφυλακή, μαζί με τη θαυματουργή Ρίρι Γουίλιαμς του MIT, η οποία υιοθετεί στολή πασίγνωστου υπερήρωα, έτσι για να μας θυμίσει τους Εκδικητές που, αχρείαστοι να ’ναι, δεν ανήκουν σ’ αυτό το σύμπαν.

 

Το θέμα της απώλειας και της διαχείρισης της ειρήνης κυριαρχεί, οι μονομαχίες δοσολογούν σωστά το θέαμα και τη δράση, η πλοκή έχει όντως ενδιαφέρον ως προς το ποια πλευρά θα επικρατήσει και με ποιες συνέπειες, ο τόνος είναι θρηνητικός και το συναίσθημα περισσεύει, γι’ αυτό και κάποιες ερμηνείες, όπως αυτή της Λετίσια Ράιτ, που μεγαλουργεί ως Σούρι, και της Άντζελα Μπάσετ, η οποία, ως ψαρωτική Ραμόντα, συγκρατεί το «what’s love got to do with it» χρόνιο απωθημένο υπερβολής που τη διακατέχει, μπορούν κάλλιστα να πλασαριστούν σε πεντάδες σημαντικών βραβείων της χρονιάς, πράγμα ιστορικά ανήκουστο για τον ζωτικό χώρο υποκριτικής στα υποκαταστήματα της Marvel.