Ο πόλεμος στον αφιλόξενο, αμμώδη πλανήτη Αράκις ανάμεσα στον Οίκο των Ατρειδών και τους Χαρκόνεν γίνεται για το περίφημο μπαχαρικό, ένα ελιξίριο που παρατείνει τη ζωή και έχει μαγικές ιδιότητες, σαφής μεταφορά για μια ουσία που αναμειγνύει το πολύτιμο πετρέλαιο και το άλλο καύσιμο, τα ναρκωτικά.
Ας σημειώσουμε πως ο Φρανκ Χέρμπερτ δημοσίευσε την πρώτη από τις πολλές περιπέτειες του Dune το 1965, συναισθανόμενος την κουλτούρα που θα κυριαρχούσε τα επόμενα χρόνια, συνειδητοποιώντας επίσης πως το Μεσανατολικό έχει δραματουργικές προοπτικές και προσφέρεται για αλληγορία επιστημονικής φαντασίας που όχι μόνο παντρεύει διαφορετικούς και παραπάνω από έναν μύθους (μια συγγραφική πρωτοτυπία εκ μέρους του) αλλά γεφυρώνει πολιτισμικά τη Δύση με την Ανατολή, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει εμφανώς σε παραμύθια.
Ο Δούκας των Ατρειδών (Όσκαρ Άιζακ) και το αρχοντόπουλο, ο γιος του Πολ (Τιμοτέ Σαλαμέ), που κατέχει ικανότητες την ισχύ των οποίων δεν ελέγχει ακόμα, είναι οι ευγενείς που αναλαμβάνουν την προστασία μιας ερήμου με μαντιλοφόρες και αντάρτες κρυμμένους στους βράχους, τους Φρέμεν. Αυτοί, με το που βλέπουν τον νεαρό Πολ, τον χαιρετίζουν ως τον νέο Μεσσία – ενδεχομένως έχουν δίκιο, αφού κι εκείνος έχει οράματα, συνήθως δυσοίωνα, και έχει την αδιόρατη αίσθηση μιας ιερής αποστολής, όποτε δεν ονειρεύεται μια ατίθαση πριγκίπισσα με το πρόσωπο της Ζεντέγια.
Ο ψηλός λιγνός, εν αγνοία του προφήτης (που έχει κληρονομήσει τις δυνάμεις του από τη μητέρα λαίδη Τζέσικα, μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή της Παναγίας, όπως την υποδύεται ανήσυχα η Ρεμπέκα Φέργκιουσον) προσπαθεί να βάλει τάξη στο πολιτικό χάος, αλλά, σαν την κατάρα που βαραίνει τους δικούς μας Ατρείδες, πρέπει συνεχώς να προλαμβάνει το κακό που αναγγέλλεται, έχοντας την επιπλέον «φρίκη» πως είναι ανεπαρκής ή, ακόμα χειρότερα, μια απειλή για τους άλλους.
Ο Σαλαμέ τεστάρει το star power που υποσχέθηκε με τις ανεξάρτητες παραγωγές και όντως στερεώνεται καλά και, φυσικά, σε ένα έπος μεγαλειώδους κλίμακας, όπου παρελαύνει μια πλειάδα πασίγνωστων ηθοποιών, από τον Τζέισον Μομόα και τον Τζος Μπρόλιν ως τον Χαβιέρ Μπαρδέμ και τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, η οποία ως ηγουμένη Γκάιους Έλεν Μοχίατ (τι όνομα!) του ιερού τάγματος Μπένε Τζέσεριτ, όπου ανήκει και η μητέρα του Πολ, κλέβει την παράσταση με τη σκηνή του βασανιστηρίου στον έντρομο, τρεμάμενο Πολ ‒ ακόμη και πίσω από το μαύρο βέλο, το βλοσυρό, σχεδόν σνομπ βλέμμα της σπάει κόκαλα, αναμένοντας την έκβαση, ταυτόχρονα υπερασπιζόμενη την αρχαία αλήθεια και μια ανώτερη φωνή μέσα της.
Ο Καναδός σκηνοθέτης απλοποιεί ή, μάλλον, νοικοκυρεύει μια πολύ δύσκολη υπόθεση: να ξεδιαλύνει τον μίτο μιας πλοκής φορτωμένης με πολλούς χαρακτήρες, που ευτυχώς χειρίζεται με κομψότητα έστω και στον λίγο ωφέλιμο χρόνο τους, σε διαφορετικά σκηνικά, εικαστικά επιμένοντας σε φυσικά, μνημειώδη, φαραωνικά σετ και απτούς, κινηματογραφικά καθορισμένους χώρους. Το αισθητικό αποτέλεσμα, γι’ ακόμη μια φορά, τον δικαιώνει.
Η άνυδρη Γη της Επαγγελίας που εποφθαλμιούν οι αποικιοκράτες και πασχίζουν να διατηρήσουν οι δύσπιστοι, αγριεμένοι, φτωχοί, αν και προηγμένοι σε τεχνολογία επιβίωσης γηγενείς κρύβει θανάσιμες απειλές στο υπέδαφος, μαζί με το δυσεύρετο macguffin που όλοι επιθυμούν, και αποτελεί τον τόπο συνάντησης μιας ταινίας 155 λεπτών, υφολογικά όμορης του Blade Runner και το Arrival, απότοκης της πυρετώδους αμφιβολίας του Λόρενς της Αραβίας, όχι το τρελαμένο πρότυπο μονομαχιών σε επερχόμενα videogames και διαγαλαξιακές εκρήξεις για τους άμυαλους ποπκορνάδες, με συνεχώς κλιμακούμενη αφήγηση, σε σημείο που μοιάζει με μια γιγαντιαία εισαγωγή για κάτι που θα έρθει, με τη λίγο ασαφή υπόσχεση το επόμενο επεισόδιο να είναι διαυγέστερο ‒ και καλύτερο.
Είναι μια παράξενη επιστημονική φαντασία αυτή η βελτιωμένη απόδοση του Dune (εύκολο, αφού εκείνη του Λιντς έκανε τάκλιν σε οποιαδήποτε λογική συνάφεια, ενώ του Χοντορόφσκι αρκέστηκε στα μελανά storyboards), αφού η επιστήμη παίζει μικρό ρόλο και η φαντασία παραχωρεί τη θέση της στη νομοτέλεια της τραγωδίας και σε ένα υβρίδιο ιουδαιοχριστιανικού οριενταλισμού. Το εξαίρετο γούστο του Βιλνέβ αφομοιώνει επιδράσεις και θεματικές, ωστόσο μια συνεχής εκκρεμότητα συννεφιάζει το αποτέλεσμα, σαν το διαρκώς τρομαγμένο βλέμμα του Σαλαμέ, μέχρι την οιονεί τελική σκηνή: το cliffhanger της ταινίας φρενάρει απότομα, πριν προλάβουμε να διακρίνουμε γκρεμό ή ελπίδα στον μακρινό ορίζοντα, εκεί όπου αχνοφαίνεται ο διαρκής, με την πιθανή εξαίρεση του Sicario, διάλογος του Καναδού δημιουργού με το ανοίκειο ‒ η ανοιχτή παρτίδα των πρωταγωνιστών του με την ευθύνη μιας ανώτερης αποστολής, όταν συνειδητοποιούν το άχθος της πραγματοποίησής της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν πλήρως τους όρους και τις συνέπειες.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0