Με ελάχιστα πρόσωπα μπορείς να συνταξιδέψεις απνευστί επί ένα δίωρο σε μια συντριπτική ιστορία φρίκης και χάους, υποχρεωτικής σιωπής και θανάσιμης απειλής, συνεχούς και εκκρεμούς. Σε ασφυκτικά κοντινά πλάνα, η συναρπαστική Λουπίτα Νιόνγκο αποπνέει ελπίδα και δύναμη, σπάει τα υπέροχα χαρακτηριστικά της και εκπέμπει κρυστάλλινα και σπαρακτικά τα ανάμεικτα συναισθήματά της, πείθοντας πως δεν έχει να χάσει τίποτε παρά μόνο τις πολύτιμες αναμνήσεις της στον ρόλο της Σαμ, μιας ασθενούς σε τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας, που μέσα στη μετα-αποκαλυπτική ισοπέδωση της εξωγήινης εισβολής τεράτων με υπερηχητική ακοή και ακόρεστη πείνα θέλει απλώς να πάει στο Χάρλεμ, να φάει μια πίτσα στο Patsy’s, εκεί όπου κάποτε χαμογελούσε ευτυχισμένη με τον πατέρα της. Παρέα της ο τρομαγμένος Τζόζεφ Κουίν του Stranger Things, ο οποίος την ακολουθεί ενστικτωδώς και πράττει ορθώς, και ο γάτος της, ο Φρόντο, έξυπνος, ατάραχος και survivor σε μια feline-στική ταινία που επιτέλους αναδεικνύει ένα αιλουροειδές αντί για τον αναμενόμενο σκύλο σε σωτήρα της υπόθεσης. Το Ένα ήσυχο μέρος: Ημέρα Πρώτη είναι prequel και παράλληλη ιστορία με εκείνη της οικογένειας του Τζον Κραζίνσκι που είχαμε δει στα δύο πρώτα μέρη και έγραψε και σκηνοθέτησε ο Αμερικανός ηθοποιός. Τη μπαγκέτα παραλαμβάνει ο Μάικλ Σαμόσκι (Pig), βάζοντας την υπογραφή του σε ένα concept που δεν προδίδει, συνεπώς δεν επιχειρεί να ανατρέψει ή να τροποποιήσει με καινοτομίες και δωρεάν εντυπωσιασμούς. Λόγω του ελάχιστου, στις περισσότερες περιπτώσεις ψιθυριστού (δια)λόγου, το μέρος παραμένει ήσυχο και ατμοσφαιρικό και η κλίμακα διευρύνεται από την εξοχή στο ρημαγμένο Μανχάταν. Ο Σαμόσκι ισορροπεί τις δυνατές σεκάνς, όπως αυτές στο γυάλινο κτίριο, στην υδάτινη σήραγγα στο μετρό και στην αποβάθρα, με εξίσου αγωνιώδεις σκηνές οικειότητας της φρίκης, ειδικά στη μεγάλη αίθουσα με το κουκλοθέατρο και στο διαμέρισμα της Σαμ, εκεί όπου το φιλμ φαίνεται πως είναι περισσότερο έργο χαρακτήρων, παρά μια τυπική εκμετάλλευση επιτυχημένου horror με τονωτικές ενέσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα.