Από τα μέσα των ’90s, καθώς πλησίαζε το millennium, η εσχατολογική ατζέντα επανήλθε στα κινηματογραφικά πράγματα με ταινίες που παρουσίαζαν τη δική τους εκδοχή του τέλους των πάντων και της διαμόρφωσης του τοπίου μετά την Αποκάλυψη. Καθώς ο φόβος ότι το ρολόι του κόσμου θα χτυπήσει μεσάνυχτα καθόλου δεν κόπασε με την έλευση της νέας χιλιετίας, συνέχισαν να γυρίζονται αντίστοιχες ταινίες, με τους δημιουργούς να αφουγκράζονται τις κατά καιρούς αγωνίες μας και να τις μετατρέπουν σε μυθοπλασία.

 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι το (μετα)αποκαλυπτικό κινηματογραφικό σκηνικό πλησιάζει ολοένα περισσότερο την πραγματικότητα, το φίλτρο της φαντασίας έχει σχεδόν απαλειφθεί. Το The end we start from βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Μέγκαν Χάντερ. Η δράση του τοποθετείται σε μια εντελώς γνώριμη Βρετανία, όπως την ξέρουμε και σήμερα, αλλά πιο νοτισμένη από το σύνηθες. Με ένα εξαιρετικό εισαγωγικό πλάνο μαθαίνουμε και τον τρόπο που θα έρθει η μεγάλη καταστροφή. Η κάμερα είναι τοποθετημένη μέσα σε μια μπανιέρα που σταδιακά γεμίζει νερό, ώσπου το υδάτινο στοιχείο καλύπτει το σύνολο του κάδρου. Ναι, η κλιματική αλλαγή προκαλεί πλημμύρες και οι πλημμύρες φέρνουν χάος, με το κοινωνικό συμβόλαιο να διαρρηγνύεται και την ανθρώπινη πλειοψηφία να γυρίζει στη φυσική κατάσταση.

 

Οι χαρακτήρες δεν έχουν ονόματα, η κεντρική ηρωίδα προσδιορίζεται ως Mother, σε μια επίκληση του απόλυτου λογοτεχνικού αριστουργήματος του είδους, του Δρόμου του Κόρμακ ΜακΚάρθι. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει ένας κορεσμός στον σχετικό κινηματογραφικό κανόνα και η ταινία δεν καταθέτει ξεχωριστή πρόταση. Το εύρημα οι πιο δραματικές και βάρβαρες σκηνές να συμβαίνουν εκτός κάδρου ή να παραλείπονται και να δραματοποιείται το μετά παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον αρχικά, μα επανέρχεται καταχρηστικά μέσα στο έργο, πλησιάζοντας τη σφαίρα του gimmick και αποξενώνοντας, μοιραία, μια μερίδα του κοινού που θα ήθελε περισσότερη ένταση.

 

Αν κάτι κρατάμε, είναι μερικές αχτίδες χαράς μέσα στην κατακλυσμιαία θλίψη, σαν εκείνον τον ξέφρενο χορό των Τζόντι Κόμερ και Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στους ρυθμούς του «Can’t do without you» από τον Caribou, αλλά μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία μας σε άσμα και καλλιτέχνη.