Δεν ξέρουμε κατά πόσο έχει νόημα να αναφερθούμε στις όποιες θεματικές του Imaginary ή, έστω, στα μοτίβα τρόμου που μεταχειρίζεται, έτσι ασόβαρα γραμμένο και στημένο που είναι. Βασική πηγή τρόμου (υποτίθεται ότι) είναι ο Τσόνσι, ένα αρκουδάκι που εκτελεί χρέη φανταστικού φίλου για την ανήλικη Άλις και παίζει με το μυαλό της μητριάς της, της Τζέσικα – η ΝτεΓουάντα Γουάιζ στην πιο ματαιόδοξη και tone-deaf πρωταγωνιστική ερμηνεία που έχουμε δει εδώ και καιρό. Το ζητούμενο είναι να στηθούν βινιέτες τρόμου με ευρήματα, να υπάρχει έστω μία που δεν έχουμε ξαναδεί ή τουλάχιστον δεν έχουμε ξαναδεί με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και, αν ο τρόμος στηρίζεται σε jump scares, να συνοδεύονται από βιρτουόζικο build-up και ένα μέτρο – γενικά, είμαστε ολιγαρκείς οι φαν του είδους.

 

Ζητάμε πολλά από τον Τζεφ Γουάντλοου, της φήμης του ανοσιουργήματος Truth or Dare, ο οποίος παραθέτει μια παρέλαση από απαράσκευα jump scares, δεν χτίζει ποτέ momentum και κλείνει τις περισσότερες σκηνές με μια δυσοίωνη στριγκλιά του score, επαναλαμβάνοντας το τέχνασμα σε τέτοιο βαθμό, που θα πίστευες ότι σκηνοθετεί την επόμενη ενότητα της άλλοτε δημοφιλούς παρωδίας Scary Movie. Η κατάσταση ας πούμε ότι βελτιώνεται με τη μετάβαση στον φανταστικό κόσμο, όπου επιτέλους βλέπουμε κάποια έμπνευση, έστω κι αν αυτή περιορίζεται στη σκηνογραφία. Φυσικά, για αναδειχθεί η τελευταία χρειάζεται και την ανάλογη πλανοθεσία, αλλά θα ξαναπούμε ότι ζητάμε πολλά από τον Τζεφ Γουάντλοου. Τουλάχιστον σε αυτή την τρίτη πράξη εκτιμάς την έμφαση στο χειροποίητο, καθώς και την (καθυστερημένη) συνείδηση της γενικευμένης βλακείας του εγχειρήματος, οπότε το θέαμα παλεύει να ενταχθεί στον ευγενή κανόνα με την επωνυμία «bad movies we love», αλλά είναι ήδη πολύ αργά.