Η ακριβέστερη περιγραφή που μπορεί να δώσει κανείς για το Evil Dead II είναι ότι μοιάζει με κάτι που θα έφτιαχνε ο Τεξ Έιβερι αν τον είχαν καταλάβει οι δαίμονες των σελίδων του Necronomicon. O λόγος που ξεκινάμε από εκεί, είναι επειδή τόσο δυνατή αίσθηση άφησε και τόσο κομβικό για τον μεταμεσονύκτιο τρόμο υπήρξε αυτό το μείγμα γλαφυρότατου τρόμου και slapstick του Σαμ Ρέιμι, ώστε να ξεχνάμε ότι το πρώτο Evil Dead ήταν μια πολύ πιο straight ταινία τρόμου, ένα b-movie φτιαγμένο με φτηνά υλικά, αλλά μπόλικο μεράκι και βασικό στόχο να τρομάξει τον θεατή του. Βέβαια, το ότι ήταν πιο «σοβαρή» η προσέγγιση του υλικού δεν σημαίνει ότι απουσίαζε το fun στοιχείο. Ο Ρέιμι έκανε την πλάκα του πίσω από τον φακό δίχως να κάνει πλάκα με όσα συνέβαιναν στην οθόνη, το ντεμπούτο του είχε τόσα εξωφρενικά ευρήματα που θα έφταναν για να τροφοδοτήσουν άλλες πενήντα ταινίες τρόμου.

 

Αυτό δεν είχε καταλάβει ο Φέντε Άλβαρεζ στο ριμέικ του το 2013 όταν επιχείρησε μια ανάγνωση του Καταραμένου Άσματος ‒ο ελληνικός τίτλος της πρώτης ταινίας‒ βουτηγμένη στον αναίτιο νιχιλισμό, εγγύτερη σε κάποιον εκπρόσωπο του New French Extremity, όπως λεγόταν εκείνο το βραχύβιο (και όχι αναγκαστικά αξιομνημόνευτο) ρεύμα γαλλόφωνου τρόμου, με μοναδικά όπλα τρομο-παραγωγής στη φαρέτρα της την παραμόρφωση της σάρκας και τη «γοητεία» της μιζέριας. Ήταν ένα θέαμα πλήρως αφυδατωμένο από έμπνευση, παρά τα γαλόνια αίματος που μούσκευαν την οθόνη. Ευτυχώς, ο Λι Κρόνιν, στο ημιτελές πλην πολλά υποσχόμενο Hole in the ground, στο οποίο διέκρινες μια θαυμαστή υφολογική ενότητα, έχει πιάσει περισσότερο το «αστείο» κι έτσι παντρεύει τις δικές του θεματικές ευαισθησίες –η μητρική αγωνία‒ με τη διάθεση να δοκιμάσει έναν σωρό τεχνάσματα για να μας τρομάξει. 

 

Ήδη από το twist στο κλασικό POV πλάνο του κακού στην εισαγωγή της ταινίας και από τον τρόπο που εισβάλλει ο τίτλος της στο κάδρο αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε στα ασφαλή χέρια κάποιου που αντιλαμβάνεται τόσο τις προδιαγραφές της ανάθεσης όσο και το πόσο σημαντική είναι η εικονογραφία για το είδος – πολύ περισσότερο από τα εφέ αποστροφής ή τα jump scares, αν μας ρωτάτε, έστω κι αν αμφότερα αποτελούν λόγους που λατρεύουμε τον τρόμο, όταν, φυσικά, προσφέρονται εκτελεσμένα σωστά και στην απαραίτητη δοσολογία ανά περίσταση. 

 

Με τη δράση να μεταφέρεται σε αστικό περιβάλλον, μπορεί η θεματική της μητρικής ανησυχίας, όπως εκδηλώνεται μέσα από την ιστορία δυο αδελφών που βρίσκονται μετά από καιρό, να υφίσταται επιφανειακή επεξεργασία, μα έτσι κι αλλιώς προτεραιότητα είναι ο αγνός, άμεσος τρόμος, μακριά από τη σπουδαιοφάνεια και την επιτήδευση του επονομαζόμενου «αναβαθμισμένου τρόμου». Και ο Κρόνιν έχει πολλούς άσους στο μανίκι του για να τον προκαλέσει. Ο Ιρλανδός δημιουργός χτίζει κάθε σκηνή μεθοδικά, ξεκινώντας τη «σκάλα» από το 1 και οδηγώντας τη σταδιακά στο 10, και επιφυλάσσει κλεισίματα του ματιού τόσο στη σινεφιλική όσο και στη λογοτεχνική μυθολογία τρόμου – οι φαν του Λάβκραφτ θα πάρουν την απαραίτητη δόση τους. Το αποτέλεσμα μπορεί να μην ενθουσιάσει απαραίτητα, αλλά δύσκολα θα αφήσει δυσαρεστημένους τόσο τους οπαδούς του μουλτιπλεξάδικου τρόμου όσο και τους πιο hardcore λάτρεις του είδους.