Έχοντας δώσει στην Paramount ένα χρυσοφόρο franchise με το «A Quiet Place» −σε έναν μήνα θα δούμε prequel με υπότιτλο «Day One»−, ο Τζον Κραζίνσκι πήρε λευκή επιταγή από το στούντιο για το επόμενό του εγχείρημα και την εξαργύρωσε με μια παιδική φαντασία που φέρει τον τίτλο «IF». Δεν πρόκειται, προφανώς, για ριμέικ της ομώνυμης ταινίας του Λίντσεϊ Άντερσον, ούτε έχει κάποια σχέση με Κίπλινγκ. Όπου «IF», σκεφτείτε «Imaginary Friend». Σύμφωνα με το σενάριο, λοιπόν, κάθε φανταστικός φίλος που έπλασε ποτέ παιδί αποκτά υλική υπόσταση και, όταν ο ανήλικος δημιουργός του δεν τον χρειάζεται πια, περιφέρεται λησμονημένος και ξεχασμένος. H Μπέα, ορφανή από μητέρα και με τον πατέρα της σε προεγχειρητικό στάδιο σοβαρής επέμβασης στην καρδιά, συναντά έναν ενήλικα που έχει στόχο ζωής να ταιριάξει τα παρατημένα IFs –έτσι αυτοαποκαλούνται− με παιδάκια που μπορεί να τα χρειάζονται, αλλά και να τα βοηθήσει να ξαναβρούν το (ενήλικο, πια) παιδί που τα έπλασε.
Πέρα από αρκτικόλεξο, το «ΙF» του τίτλου έχει ΚΑΙ την έννοια του «αν». Κι αν η μαγεία ήταν όντως αληθινή; Αν υπήρχε στον κόσμο κάτι πέρα από αυτό που βλέπουμε; Και, για να το πάμε ένα βήμα παραπέρα, αν υπήρχε Θεός; Καθώς η πλοκή ξετυλίγεται, γίνεται εμφανές ότι ο Κραζίνσκι θέλει να αναδείξει τη φαντασία ως αντίδοτο στη μοναξιά, θέλει να σταθεί στην εκ προοιμίου παρηγορητική της φύση. Μήπως αυτή δεν είναι και η θετική διάσταση της θρησκείας, άλλωστε; Νιώθεις, όμως, ότι για να φτάσει η ταινία εκεί, απαιτεί από σένα μια υπέρβαση, να χρησιμοποιήσεις κι εσύ τη δική σου φαντασία για να πλάσεις μια άλλη δραματουργία, μέσω της οποίας η ιδέα καλλιεργείται και τα συμπεράσματα προκύπτουν επαγωγικά. Για να το θέσουμε πιο απλά, η ταινία του Κραζίνσκι περισσότερο μιλά για τη φαντασία και τη λειτουργία της, παρά τη χρησιμοποιεί. Δυστυχώς, η ευφορική διάθεση, οι καλές προθέσεις και μερικά μοτίβα που (επανα)χρησιμοποιεί η Pixar, δεν σε κάνουν Pixar. Απαιτούνται ιδέες, δραματική ανάπτυξη, πυκνοί συμβολισμοί, ευρηματική και σημειολογικά καίρια πλανοθεσία, που υπάρχει στον κανόνα της Pixar από τον καιρό του «Ratatouille», πλήρης έλεγχος πάνω στο υλικό και η αίσθηση ενός συμπαγούς οράματος, από το οποίο δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα δίχως να χαλάσεις κάτι. Εδώ νιώθεις ότι το σενάριο απείχε πολλά drafts ακόμα από την τελειωμένη του εκδοχή −να έφταιξαν οι απεργίες και η κλειδωμένη ημερομηνία εξόδου άραγε;– και, σαν κερασάκι στην τούρτα, ο αντίκτυπος του φιλμ στηρίζει πολλά σε μια αχρείαστη τελική ανατροπή, που καταλύει μερικώς τη λογική όσων προηγήθηκαν.
Από την άλλη, το «IF» πληροί τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ενός καλαίσθητου οικογενειακού θεάματος και κερδίζει πολλά από έναν μετά από καιρό φορμαρισμένο Μάικλ Τζιακίνο, που θυμάται τις μέρες του «Up», κι από ένα υπέρλαμπρο φωνητικό καστ, έστω κι αν η προσπάθεια ανακάλυψης του ονόματος πίσω από την εκάστοτε φωνή παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από εκείνο που συμβαίνει στην οθόνη την ίδια στιγμή. Δίνει, δε, τη δυνατότητα στον Ράιαν Ρέινολντς να αποβάλει την περσόνα του meta εξυπνάκια, που περιφέρει από ταινία σε ταινία μετά το «Deadpool», και να επιδείξει αρετές του «δικού μας ανθρώπου στην οθόνη» − να, ας πούμε, σαν τον Τζέιμς Στιούαρτ, που κάνει ένα cameo στην ταινία μέσω αποσπάσματος από το «Harvey» του Χένρι Κόστερ. Μας κέρδισε, αν και δεν μπορούσαμε να μη σκεφτούμε ότι ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος για τον Τζιμ Κάρεϊ. Βλέπεις, ο Κάρεϊ είναι ένας αγαπημένος κλόουν, εδώ και χρόνια καταβεβλημένος από τη θλίψη, και γι’ αυτό θα έφερνε ένα ειδικό εξωκινηματογραφικό βάρος στον ρόλο, αναβαθμίζοντας το θέαμα. Να ένα σχολικό παράδειγμα, που αποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ένας casting director ενεργεί ως συνδημιουργός μιας ταινίας − δικαίως αυτός ο κλάδος θα αποκτήσει τη δική του κατηγορία στις οσκαρικές υποψηφιότητες.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0