Η Λίντια εργάζεται ως μαία. Μια μέρα ακούει τον σύντροφό της να εξομολογείται την απιστία του. Η πρώτη της αντίδραση είναι να προσποιηθεί πως δεν συνέβη τίποτα, μα εκείνος της αποκαλύπτει ότι είναι μπερδεμένος ως προς τα συναισθήματά του για το τρίτο πρόσωπο. Η αντίδρασή της Λίντια αποτελεί μια μορφή προοικονομίας για όσα θα ακολουθήσουν, μα ακόμα δεν το γνωρίζουμε. Είναι σαν να παρακολουθούμε ένα crowdpleaser αλά γαλλικά, με κορεσμένα χρώματα στα νυχτερινά του, με meet cute σε λεωφορείο και με βελούδινη, ανδρική voice-over αφήγηση. 

 

Και ξαφνικά η αφήγηση αυτή, που έρχεται κάπου από το μέλλον, κάνει λόγο για ένα δικαστήριο. Κι έτσι έρχεται η πρώτη ανατροπή, από τις πολλές που θα ακολουθήσουν, καθώς η ηρωίδα οδηγείται σε ακραία συμπεριφορά για να διαχειριστεί την απόρριψη και να νιώσει ποθητή, ότι ανήκει κάπου, ότι είναι κι εκείνη μια γυναίκα με ζωή, σαν αυτές που βοηθά να γεννήσουν. Οι ανατροπές είναι αρκετές για να διατηρήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον μας, το φλερτ με το σινεμά είδους είναι συχνό, δίχως να επέρχεται ολοκληρωτική παράδοση σε θριλερικές αγκαλιές, μια επιλογή που ίσως να διευκόλυνε την αποδοχή μικροϋπερβολών που ακολουθούν. Ο μαγνητισμός της Χαφσία Χερζί, της φήμης του αξιόλογου πλην ξεχασμένου Κουσκούς με φρέσκο ψάρι του Αμπντελατίφ Κεσίς, επιστρατεύεται ώστε να μην απορρίψουμε εντελώς έναν χαρακτήρα που ενεργεί με τρόπο απωθητικό. 

 

Όταν ανακαλύπτεις ότι πρόκειται για ντεμπούτο, αυτή η τονικά ισορροπημένη δημιουργία για τη γοητεία του ψεύδους ανεβαίνει κι άλλο στα μάτια σου, παρά το μικρό της εκτόπισμα. Σημειώστε το όνομα της Καλτενμπάκ, θα ακούσουμε ξανά γι’ αυτή.